Ο Υπουργός Εσωτερικών, Αλέξης Χαρίτσης, εκπροσώπησε την Κυβέρνηση και απηύθυνε χαιρετισμό στην τιμητική εκδήλωση του Δήμου Αθηναίων, για την επέτειο της απελευθέρωσης της Αθήνας από τα ναζιστικά στρατεύματα κατοχής, την 12η Οκτωβρίου του 1944.
Ακολουθεί η ομιλία του υπουργού Εσωτερικών:
«Κύριε Δήμαρχε
Εκπρόσωποι των κομμάτων, της Εκκλησίας
Εκπρόσωποι της Περιφέρειας και των στρατιωτικών αρχών
Κυρίες και κύριοι,
Σήμερα είναι μια ξεχωριστή μέρα για την Αθήνα, γιορτάζουμε την απελευθέρωση της πρωτεύουσας από τα ναζιστικά στρατεύματα. Ουσιαστικά, το τέλος της ναζιστικής κατοχής της Ελλάδας. Αυτήν εδώ τη μέρα, πριν 74 χρόνια, τελειώνει μια από τις πιο δύσκολες, τις πιο μαύρες περιόδους που έχει ζήσει η χώρα μας.
Η κατοχή υπήρξε ιδιαίτερα σκληρή στην Ελλάδα, οι θηριωδίες των ναζί ανείπωτες και ο φόρος αίματος που πλήρωσε ο ελληνικός λαός από τους πιο μεγάλους στην Ευρώπη. Όταν λοιπόν, ένα ηλιόλουστο πρωινό σαν σήμερα, υπεστάλη η σημαία του κατακτητή από την Ακρόπολη. Όταν αποχώρησε και ο τελευταίος στρατιώτης της Βέρμαχτ, ο λαός της Αθήνας ξεχύθηκε αυθόρμητα στους δρόμους πανηγυρίζοντας.
Ήταν «η πιο όμορφη, η πιο ελαφριά μέρα του κόσμου», με τα λόγια του μεγάλου ποιητή μας Γιώργου Σεφέρη.
Η απελευθέρωση δεν χαρίστηκε στον λαό της Αθήνας και της Ελλάδας. Την κέρδισε με το αίμα του, με το ακατάβλητο σθένος του κατά τη διάρκεια της Κατοχής, παρά τις χιλιάδες εκτελέσεις, τα βασανιστήρια και τη φονική πείνα. Κυρίως όμως, την κέρδισε με την αντίσταση που προέβαλε στον κατακτητή, με τον ηρωισμό που επέδειξε απέναντι στη στρατιωτική υπεροπλία του.
Αν η Κατοχή υπήρξε μια από τις πιο δύσκολες στιγμές της ιστορίας μας, η Εθνική Αντίσταση ήταν μια από τις πιο λαμπρές σελίδες αυτού του λαού. Η συντριπτική πλειοψηφία των Αθηναίων και των Ελλήνων δεν υποτάχτηκε στον κατακτητή, δεν συμβιβάστηκε με την Κατοχή. Αντιστάθηκε όπως μπορούσε, με κάθε μέσο που είχαν στη διάθεσή τους. Ένα μεγάλο μέρος των πολιτών εντάχθηκε στις αντιστασιακές οργανώσεις, ιδίως το ΕΑΜ. Μεγάλα τμήματα της χώρας απελευθερώθηκαν αρκετά πριν την επίσημη αποχώρηση των ναζιστικών στρατευμάτων. Οι Αθηναίοι απέργησαν και διαδήλωσαν μαζικά τον Μάρτη του 1943 τσακίζοντας την πολιτική επιστράτευση που σχεδίαζαν οι κατακτητές. Εκατομμύρια πολιτών πήραν μέρος στις πρώτες εκλογές τον Απρίλιο του 1944 στις απελευθερωμένες περιοχές για την εκλογή του Εθνικού Συμβουλίου. Εκλογές στις οποίες συμμετείχαν για πρώτη φορά και οι γυναίκες. Δημοκρατικοί θεσμοί και όργανα λαϊκής εξουσίας άνθισαν στην απελευθερωμένη Ελλάδα.
Ο ελληνικός λαός έβαλε το δικό του, ανεξίτηλο στίγμα στον μεγάλο αντιφασιστικό πόλεμο που συντάραξε τον κόσμο και μέσα από αυτόν τον αγώνα άλλαξε οριστικά τον εαυτό του και το πρόσωπο της χώρας. Το τέλος του πολέμου βρήκε την Ελλάδα καθημαγμένη, κατεστραμμένη, να μετράει τις πληγές της. Αλλά και εντελώς διαφορετική.
Οι προπολεμικοί πολιτικοί και ιδεολογικοί συσχετισμοί είχαν ανατραπεί άρδην. Το σύνθημα που κυριαρχεί στους δρόμους της Αθήνας την ημέρα της απελευθέρωσης είναι το «Λευτεριά – Λαοκρατία». Ο λαός βγήκε από το περιθώριο που τον έβαλε η μεταξική δικτατορία και έγινε πρωταγωνιστής της ιστορίας του. Το αίτημα για ισότητα και δικαιοσύνη αντηχεί σε κάθε γωνιά της χώρας. Το αίτημα για εθνική ενότητα τίθεται πλέον με πολύ διαφορετικούς όρους.
Είναι μια ενότητα με επίκεντρο τις ώριμες λαϊκές διεκδικήσεις και όχι τα συμφέροντα μιας μειοψηφίας, όπως συνέβαινε στο παρελθόν. Και μπορεί αυτή η ελληνική «Άνοιξη» να μην κράτησε πολύ, να έδωσε γρήγορα – λίγες μόλις βδομάδες μετά – τη θέση της σε νέα δεινά για τον ελληνικό λαό, άφησε όμως έντονο το αποτύπωμά της στις κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις της χώρας για πολλά χρόνια – μέχρι τις μέρες μας.
Οι μεγάλες κοινωνικές, δημοκρατικές διεκδικήσεις των επόμενων δεκαετιών έχουν τις ρίζες τους στην εποποιία της Εθνικής Αντίστασης. Είναι μαζικές απόπειρες να γίνουν πράξη τα λαϊκά αιτήματα για ελευθερία – δημοκρατία – κοινωνική δικαιοσύνη που τότε έμειναν ανεκπλήρωτα. Να επουλωθούν τα τραύματα του εμφυλίου και να ενωθεί ο ελληνικός λαός με ουσιαστικούς όρους, με δημοκρατία και κοινωνική συνοχή. Αυτή την κληρονομιά οφείλουμε να την προστατεύσουμε.
Οι αγώνες και οι αιματηρές θυσίες του λαού μας που έφεραν την απελευθέρωση δεν μπορούν και δεν πρέπει να λησμονηθούν. Το πνεύμα τους πρέπει να γίνει οδηγός των προσπαθειών μας σήμερα. Έχουμε χρέος να διατηρήσουμε την ιστορική μνήμη, να καταστήσουμε τις νέες γενιές κοινωνούς του τραγικού και συνάμα ηρωικού παρελθόντος του λαού μας. Αυτό είναι το νόημα του εορτασμού αυτής της μέρας, της μεγάλης αντιφασιστικής νίκης του λαού της Αθήνας που για δεκαετίες έμενε στη λήθη, αλλά τώρα ανακτά τη θέση που της αξίζει. Αυτό είναι και το νόημα της διεκδίκησης των γερμανικών αποζημιώσεων. Και είναι πρωτίστως ηθικό, όχι υλικό. Οφείλει το γερμανικό κράτος να αναγνωρίσει το ιστορικό του χρέος απέναντι στην Ελλάδα. Μόνο έτσι θα κλείσει οριστικά το τραύμα της Κατοχής και οι εκκρεμότητες του παρελθόντος. Είναι η ύστατη δικαίωση που χρωστάμε στα θύματα της Κατοχής και σε όσους αγωνίστηκαν για να μπει τέλος στο ναζιστικό σκοτάδι.
Έχουμε, λοιπόν, χρέος να μην ξεχάσουμε.
Και αυτό γίνεται ακόμα πιο επιτακτικό σήμερα, που βλέπουμε το φάντασμα του φασισμού να ξεμυτίζει και πάλι στην Ευρώπη και την Ελλάδα. Είναι ντροπή για μια χώρα που υπέστη τόσα δεινά από τους ναζί να έχει ένα ναζιστικό κόμμα στη βουλή. Είναι προσβολή της μνήμης όλων όσοι έδωσαν το αίμα και τη ζωή τους για να ηττηθεί το τέρας του ναζισμού.Αυτούς που τιμούμε σήμερα και στους οποίους είμαστε υπόλογοι, αφού, όπως προειδοποιούσε ο Βάλτερ Μπένγιαμιν,
«ούτε οι νεκροί δεν θα ‘ναι ασφαλείς από τον εχθρό, εάν αυτός νικήσει».
Απέναντι σε αυτόν τον κίνδυνο πρέπει να υψώσουμε τείχος, όλοι οι δημοκρατικοί πολίτες, όλες οι δημοκρατικές δυνάμεις της χώρας. Να μην επιτρέψουμε το φίδι να βγει από το αυγό του. Να μην ξαναζήσουμε την ιστορία ως τραγωδία.
Σήμερα, η Ελλάδα βρίσκεται σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι.Βγαίνει και πάλι από μια δύσκολη περίοδο που πλήγωσε την κοινωνία και δοκίμασε τη συνοχή της. Μέρες σαν και αυτή που γιορτάζουμε σήμερα – μια μέρα που όλα φάνταζαν δυνατά – μας υπενθυμίζουν ότι έχουμε μια σπάνια ευκαιρία αλλά και την βαριά ευθύνη να δουλέψουμε από κοινού για ένα καλύτερο μέλλον για όλους τους Έλληνες. Να μην επαναλάβουμε τα λάθη του παρελθόντος και να κάνουμε πράξη το όραμα που έβγαλε εκατοντάδες χιλιάδες Αθηναίους στους δρόμους εκείνη την Πέμπτη στις 12 Οκτωβρίου του 1944.
Τις προσδοκίες για δημοκρατία, δικαιοσύνη και κοινωνική προκοπή».