Δίνουμε έμφαση σε μία δυναμική και καινοτόμο μικρομεσαία επιχειρηματικότητα και σε δραστηριότητες που η οικονομία εμφανίζει συγκριτικά πλεονεκτήματα, όπως η αγροδιατροφή, οι τεχνολογίες πληροφοριών και επικοινωνίας, η ενέργεια και οι μεταφορές, αλλά και σε προϊόντα και υπηρεσίες υψηλής προστιθέμενης αξίας που μπορούν να σταθούν επάξια στις διεθνείς αγορές.
Είμαι ιδιαίτερα χαρούμενος που βρίσκομαι σήμερα εδώ για να συζητήσουμε για την αναπτυξιακή πολιτική, της Θεσσαλονίκης αλλά και συνολικότερα. Στην Ελλάδα δυστυχώς έχουμε την κακή συνήθεια να επικεντρώνουμε σε βραχυπρόθεσμες παρεμβάσεις, με περιορισμένο ορίζοντα και να υποτιμάμαι τον μακροχρόνιο και ολοκληρωμένο σχεδιασμό. Έτσι όμως αναλωνόμαστε, στην καλύτερη, σε διορθωτικές παρεμβάσεις που δεν αντιμετωπίζουν τις βαθύτερες αιτίες των προβλημάτων, ή στη χειρότερη, μετακυλύουμε τα προβλήματα στο μέλλον, μέχρι να τα ξαναβρούμε μπροστά μας στο πολλαπλάσιο.
Η δική μας λογική βρίσκεται στον αντίποδα αυτής της πρακτικής, παρά τις δύσκολες, έως ακραίες συνθήκες που βρήκαμε εξαιτίας της κρίσης. Στο Υπουργείο Οικονομίας και Ανάπτυξης κινούμαστε με δύο στόχους, έναν άμεσο και έναν μεσομακροπρόθεσμο. Ο άμεσος έχει να κάνει με τη διοχέτευση ουσιαστικής ρευστότητας στην οικονομία και την αντιμετώπιση της αποεπένδυσης που πλήττει τη χώρα όλα αυτά τα χρόνια της κρίσης.
Για το σκοπό αυτό κινηθήκαμε γρήγορα και αποφασιστικά στην αξιοποίηση όλων των χρηματοδοτικών εργαλείων που έχουμε στη διάθεση μας αλλά και στη δημιουργία νέων προκειμένου να καλυφθούν οι αυξημένες ανάγκες. Απορροφήσαμε πλήρως τους πόρους του προηγούμενου ΕΣΠΑ (2007-2013) εξυγιαίνοντας τα προγράμματα και επιταχύνοντας τις διαδικασίες υλοποίησης, παρά τις υπερδεσμεύσεις (6 δισ. ευρώ – όσο ένα ετήσιο ΠΔΕ!) και τον κακό σχεδιασμό που παραλάβαμε. Ενεργοποιήσαμε πρώτοι το νέο ΕΣΠΑ σε ποσοστό άνω του 56% που μεταφράζεται σε προσκλήσεις για νέα έργα που ξεπερνούν τα 10 δις. ευρώ. Τέλος, ξεπεράσαμε κατά πολύ τον στόχο του 7% που είχαμε θέσει από κοινού με την Κομισιόν για την απορρόφηση το 2016, φτάνοντας το 11,35%, που σημαίνει ότι πάνω από 1,6 δις. ευρώ κοινοτικής συνδρομής θα πέσουν στην πραγματική οικονομία με πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα. Όταν στο αντίστοιχο σημείο της προηγούμενης περιόδου (ΕΣΠΑ 2007-2013) οι προκάτοχοι μας είχαν να επιδείξουν ένα πενιχρό 1,5% ποσοστό απορρόφησης, σε πολύ καλύτερες μάλιστα, οικονομικές συνθήκες.
Την ίδια στιγμή αυξήσαμε για δεύτερη συνεχόμενη φορά το εθνικό σκέλος του ΠΔΕ το οποίο φέτος φτάνει το 1 δις. ευρώ, ενώ στο τέλος του 2016 αυξήσαμε την χρηματοδότηση προς τις Περιφέρειες στα 300 εκατ. ευρώ. Όλα αυτά μεταφράζονται σε επιπλέον έργα και στήριξη για τους δήμους.
Στην ίδια κατεύθυνση σχεδιάσαμε και ενεργοποιήσαμε μία σειρά από καινοτόμα χρηματοοικονομικά εργαλεία που έρχονται να πλαισιώσουν τα παραπάνω με επιπλέον πόρους και ρευστότητα. Μέσα από το Ταμείο Επιχειρηματικότητας ΙΙ, το Ταμείο Συνεπενδύσεων (EquiFund) και το Ταμείο «Εξοικονομώ ΙΙ» θα διοχετευτούν στην οικονομία πάνω από 3 δις. ευρώ, ενώ σύντομα θα λειτουργήσουν δύο ακόμη ταμεία, το Ταμείο Μικροπιστώσεων και το Ταμείο Υποδομών.
Αναπτυξιακή στρατηγική
Ο δεύτερος στόχος έχει να κάνει με τον ευρύτερο αναπτυξιακό μας σχεδιασμό – την επόμενη για την οικονομία και τη χώρα. Είναι, όπως είπα, μεσομακροπρόθεσμος, εκτείνεται σε βάθος χρόνου, η υλοποίηση του όμως έχει ήδη ξεκινήσει. Η κρίση που ταλανίζει τη χώρα όλα αυτά τα χρόνια δεν είναι απλά μία κρίση χρέους και δημοσιονομικών ελλειμμάτων. Είναι πρωτίστως κρίση του παραγωγικού μοντέλου πάνω στο οποίο δομήθηκε η ελληνική οικονομία τις τελευταίες δεκαετίες. Ένα μοντέλο εσωστρεφές, χαμηλών δυνατοτήτων και προσδοκιών, ανίκανο να ανταποκριθεί στις νέες και πιο απαιτητικές διεθνείς προκλήσεις. Το μοντέλο αυτό χρεοκόπησε παταγωδώς το 2010 και δεν μπορεί να αναβιώσει. Αν δεν το αλλάξουμε η χώρα θα βυθίζεται διαρκώς σε ένα καθοδικό σπιράλ οικονομικής και κοινωνικής παρακμής.
Ο δικός μας αναπτυξιακός σχεδιασμός στοχεύει λοιπόν να ωθήσει την οικονομία σε ένα νέο παραγωγικό πρότυπο που θα εκμεταλλεύεται τα στρατηγικά πλεονεκτήματα της χώρας και θα αντιμετωπίζει τις δομικές παθογένειες που μας έφεραν στο σημερινό αδιέξοδο.
Για πρώτη φορά όλα τα διαθέσιμα εργαλεία – οι προσκλήσεις του νέου ΕΣΠΑ, τα σύγχρονα χρηματοοικονομικά εργαλεία που αναπτύξαμε σε συνεργασία με διεθνείς οργανισμούς, τα καθεστώτα του νέου Αναπτυξιακού Νόμου – σχεδιάζονται και υλοποιούνται με τις ίδιες προτεραιότητες, για να υπηρετήσουν ενιαίους αναπτυξιακούς στόχους.
Δίνουμε έμφαση σε μία δυναμική και καινοτόμο μικρομεσαία επιχειρηματικότητα και σε δραστηριότητες που η οικονομία εμφανίζει συγκριτικά πλεονεκτήματα, όπως η αγροδιατροφή, οι τεχνολογίες πληροφοριών και επικοινωνίας, η ενέργεια και οι μεταφορές, αλλά και σε προϊόντα και υπηρεσίες υψηλής προστιθέμενης αξίας που μπορούν να σταθούν επάξια στις διεθνείς αγορές.
Κυρίως όμως στηριζόμαστε στο ανθρώπινο δυναμικό – το μεγαλύτερο πλεονέκτημα της Ελλάδας. Τους υψηλά μορφωμένους και καταρτισμένους ανθρώπους, τις νέες και νέους επιστήμονες και ερευνητές, που λόγω των καταστροφικών πολιτικών της εσωτερικής υποτίμησης και της απαξίωσης της εργασίας που ακολούθησαν οι προκάτοχοι μας, αναγκάστηκαν να φύγουν μαζικά στο εξωτερικό.
Με ένα πλέγμα παρεμβάσεων λοιπόν στηρίζουμε την έρευνα και τη σύνδεση της με την παραγωγή και την επιχειρηματικότητα, ενισχύουμε τους νέους ερευνητές ώστε να παραμείνουν στη χώρα και να παράξουν έργο. Πριν μερικές μέρες μάλιστα ξεκινήσαμε σε συνεργασία με το Υπουργείο Παιδείας ένα από το πιο εμβληματικά προγράμματα του νέου ΕΣΠΑ, το «Ερευνώ – Δημιουργώ – Καινοτομώ» που με ιδιαίτερα υψηλό προϋπολογισμό (280 εκατ. ευρώ) που θα χρηματοδοτήσει την έρευνα και την καινοτομία και τη σύζευξη τους με την οικονομία και τις επιχειρήσεις.
Η για πολλούς μεγάλη αδυναμία της ελληνικής οικονομίας – το μικρό μέγεθος των επιχειρήσεων της – μπορεί, στο σημερινό διεθνές πλαίσιο των στοχευμένων προϊόντων και υπηρεσιών και των εξειδικευμένων αγορών, να μετατραπεί σε σημαντικό πλεονέκτημα. Η μικρή και μεσαία κλίμακα των επιχειρήσεων μας τις κάνει πιο ευέλικτες και προσαρμοστικές στις διαρκώς μεταβαλλόμενες απαιτήσεις της αγοράς. Χρειάζεται ωστόσο να προχωρήσουν σε ισχυρές διασυνδέσεις και συνέργειες μεταξύ τους, να δημιουργήσουν συνεταιρισμούς, συστάδες επιχειρήσεων και χωρικά κλαδικά συστήματα ικανά να παράξουν οικονομίες κλίμακας που θα μπορούν να σταθούν στο διεθνές περιβάλλον. Μία κεντρική προτεραιότητα μας λοιπόν είναι ενίσχυση και η διευκόλυνση αυτής της διαδικασίας με όλα τα μέσα – χρηματοδοτικά και θεσμικά. Αυτόν τον σκοπό, μαζί με τη γενικότερη στήριξη της επιχειρηματικότητας υπηρετούν οι δράσεις του ΕΠΑΝΕΚ, με προϋπολογισμό άνω των 500 εκατ. ευρώ, που τρέχουν ήδη και συνάντησαν μεγάλη ανταπόκριση.
Αποκέντρωση – συνεργασία με την τοπική αυτοδιοίκηση
Ο σχεδιασμός μας περιλαμβάνει εξαρχής το στοιχείο της αποκέντρωσης. Οι τοπικές κοινωνίες είναι αυτές που γνωρίζουν καλύτερα τις ανάγκες και τις δυνατότητες τους και είναι σε θέση να προτείνουν τις καταλληλότερες παρεμβάσεις. Εμείς λοιπόν επιδιώκουμε την πιο στενή συνεργασία και με τους δύο βαθμούς αυτοδιοίκησης για την πραγματοποίηση μικρών και μεγαλύτερων ολοκληρωμένων έργων, παρέχοντας ταυτόχρονα την αναγκαία χρηματοδότηση και τεχνική υποστήριξη. Σημασία δεν έχει ποιος θα διαχειριστεί τα χρήματα αλλά το να υλοποιηθούν έργα με τον μέγιστο κοινωνικό και αναπτυξιακό αντίκτυπο που θα απαντούν στις συγκεκριμένες ανάγκες των πόλεων και των τοπικών κοινωνιών. Αυτή τη λογική και κουλτούρα αποτυπώνουν τα Ειδικά Αναπτυξιακά Προγράμματα που σχεδιάσαμε και υλοποιούμε ως Υπουργείο Οικονομίας για τα νησιά του Βορείου και Νοτίου Αιγαίου. Στηρίζονται στην ανοιχτή και ισότιμη συνεργασία όλων των φορέων, αυτοδιοκητικών και παραγωγικών, οι οποίοι συμμετέχουν από κοινού στον σχεδιασμό και την υλοποίηση κρίσιμων έργων για τις τοπικές κοινωνίες.
Η συνεργασία όμως οφείλει να βασίζεται σε κάποιες κοινές γενικές κατευθύνσεις. Πρέπει λοιπόν:
Θέλω να πιστεύω πως ο τοπικός αναπτυξιακός σχεδιασμός που προτάσσουν οι 11 δήμοι της ευρύτερης περιοχής της Θεσσαλονίκης, όπως κωδικοποιείται στη στρατηγική «Θεσσαλονίκη 2030», την οποία και παρακολουθούμε μέσα από τις υπηρεσίες του Υπουργείου, θα ενσωματώνει αυτές τις γενικές κατευθύνσεις. Από τη δική μας την πλευρά πιστεύουμε ότι μία αναπτυξιακή στρατηγική οφείλει να στοχεύει σε μία ανάπτυξη που θα είναι:
Συνοψίζοντας, ο νέος τρόπος σχεδιασμού που προωθείται από την κυβέρνηση αφορά στην υλοποίηση αναπτυξιακών έργων και έργων κοινωνικής πολιτικής συμπληρωματικών μεταξύ τους, με κοινωνικό και οικονομικό αποτύπωμα στην πόλη. Στόχος μας είναι η βέλτιστη χρησιμοποίηση των διαθέσιμων πόρων, αλλά και η καλύτερη δυνατή μόχλευσή τους, ώστε να προκύψουν πολλαπλασιαστικά οφέλη για τις τοπικές κοινωνίες. Τα χρήματα προέρχονται από τους πολίτες και πρέπει να επιστρέφουν σε αυτούς για την κάλυψη των αναγκών τους και όχι να διασπαθίζονται σε αντιαναπτυξιακές παρεμβάσεις και σε πελατειακά δίκτυα.
Η τοπική αυτοδιοίκηση καλείται να παίξει ουσιαστικό ρόλο στον σχεδιασμό και την υλοποίηση αυτού του αναπτυξιακού σχεδιασμού. Εμείς από τη μεριά μας θα συμβάλλουμε στην καλλιέργεια κουλτούρας συνεργασίας μεταξύ των δύο βαθμών αυτοδιοίκησης και στηρίζουμε πρωτοβουλίες στο πλαίσιο της παραπάνω λογικής με όλα τα χρηματοδοτικά και θεσμικά εργαλεία που διαθέτουμε (πχ ΥΑ για τους δήμους ως τελικούς δικαιούχους, τεχνική υποστήριξη με εξειδικευμένο προσωπικό του Υπουργείου και της ΜΟΔ για τον σχεδιασμό και υλοποίηση έργων).
Από αυτή την άποψη χαιρετίζουμε τη συνεργασία αλλά και την ανοιχτή διαβούλευση που ανέπτυξαν οι 11 δήμοι της Θεσσαλονίκης για τον κοινό σχεδιασμό μίας αναπτυξιακής στρατηγικής. Τα πρώτα δείγματα γραφής αυτής της στρατηγικής που συνδυάζει έργα εμβληματικά, παρεμβάσεις διαδημοτικού χαρακτήρα που προωθούν τη συνεργασία, αλλά και έργα που συμβάλλουν στην ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας καθώς επίσης σε δράσεις κοινωνικού και περιβαλλοντικού χαρακτήρα, δείχνουν ότι κινείται στη σωστή κατεύθυνση.
Εμείς άλλωστε στηρίζουμε κάθε προσπάθεια που γίνεται προς την κατεύθυνση της εμβάθυνσης της συμμετοχής των πολιτών και της πολυεπίπεδης συνεργασίας κοινωνικών, αυτοδιοικητικών και παραγωγικών φορέων σε αυτόν τον τομέα. Αρκεί φυσικά να είναι ουσιαστική και να μην έχει τυπικό χαρακτήρα.
Σας ευχαριστώ πολύ για τον χρόνο σας.