Άρθρο στην εφημερίδα “Καθημερινή της Κυριακής”
Συνήθως η κοινοβουλευτική συζήτηση για τον προϋπολογισμό περιστρέφεται γύρω από ποσοτικά δεδομένα που η κυβέρνηση θεωρεί ότι επιβεβαιώνουν πως όλα βαίνουν καλώς και η αντιπολίτευση πως είναι ενδείξεις μιας προβληματικής διαχείρισης. Αυτό που λείπει από τη συζήτηση είναι κάτι πολύ βασικό: το τι πιστεύει η ελληνική κοινωνία.
Ας δούμε ένα δεδομένο που δεν έχει τύχει της δημόσιας συζήτησης που εκτιμώ ότι του αναλογεί: είναι αυτό της «υποκειμενικής φτώχειας». Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της Eurostat, σχεδόν το 70% των Ελλήνων και των Ελληνίδων θεωρεί ότι είναι φτωχοί. Είναι ένα συγκλονιστικό δεδομένο αρνητικής πανευρωπαϊκής πρωτιάς για τη χώρα μας. Ο αντίστοιχος μέσος όρος στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι κάτω από 25% και η δεύτερη χώρα είναι η Βουλγαρία όπου το αντίστοιχο ποσοστό είναι 40%. Είναι προφανές ότι 7 στους 10 Έλληνες δεν βρίσκονται στο όριο της φτώχειας. Αλλά το συντριπτικό ποσοστό της «υποκειμενικής φτώχειας» μας λέει κάτι άλλο και κατά τη γνώμη μου πιο σημαντικό: ότι η ελληνική κοινωνία θεωρεί ότι η προσπάθειά της, ότι οι κόποι της, δεν ανταμείβονται επαρκώς. Και αυτή η πεποίθηση αφορά βεβαίως το ζήτημα των αμοιβών (8% μείωση μέσου πραγματικού μισθού την τελευταία τριετία).
Δεν αφορά όμως μόνο αυτό. Ακόμα περισσότερο, ίσως, σχετίζεται με το αίσθημα του πολίτη ότι είναι απροστάτευτος. Απροστάτευτος από την ακρίβεια που εκμηδενίζει το μηνιαίο εισόδημα, από την στεγαστική κρίση, από την αδυναμία της αποταμίευσης, από τα αδιέξοδα των επαγγελματικών επιλογών από την καθημερινή συναλλαγή με κρίσιμες υπηρεσίες -όπως η υγεία και η παιδεία- που δεν καλύπτουν τις ανάγκες, από την ανασφάλεια των πολλαπλών κρίσεων, με κύρια την κλιματική, που όταν ξεσπούν το αίσθημα ανασφάλειας γενικεύεται. Και είναι ακριβώς αυτό το αίσθημα που οδηγεί σε μια κοινωνία χαμηλών προσδοκιών.
Ο προϋπολογισμός του 2024 που κατέθεσε η κυβέρνηση δεν απαντά σε αυτήν την πραγματικότητα. Είναι ένας προϋπολογισμός που μοιάζει πολύ με τον προηγούμενο και τον προ-προηγούμενο. Η συνταγή παραμένει ίδια. Αλλά οι συνθήκες έχουν αλλάξει.
Ο προϋπολογισμός του 2024 θα μπορούσε και θα έπρεπε να είναι ένας προϋπολογισμός εθνικής και κοινωνικής ανασυγκρότησης. Αντί για αυτό, είναι ένας προϋπολογισμός μειωμένων προσδοκιών. Λείπει η αίσθηση του κατεπείγοντος και αυτό αποτυπώνεται σε τρία κύρια σημεία: το κοινωνικό ζήτημα, την διαχείριση της κλιματικής κρίσης και τον τρόπο αξιοποίησης του Ταμείου Ανάκαμψης. Τα τρία αυτά πεδία θα έπρεπε να συγκροτούν τον πυρήνα ενός νέου, περιβαλλοντικά και κοινωνικά βιώσιμου, παραγωγικού μοντέλου.
Ο προϋπολογισμός του 2024 όμως φαίνεται να υπονομεύει τον παραπάνω στόχο.
Πρώτον, γιατί το κράτος παρουσιάζεται να ενισχύει, άμεσα ή έμμεσα, δραστηριότητες όπως οι κατασκευές, ο τουρισμός και το real estate, χωρίς καμία μέριμνα για την ενίσχυση των επενδύσεων σε εξαγώγιμους κλάδους με υψηλή προστιθέμενη αξία.
Δεύτερον, γιατί ο υπό υλοποίηση σχεδιασμός του Ταμείου Ανάκαμψης δεν εξυπηρετεί τον καταστατικό του σκοπό, την ενίσχυση δηλαδή της ανθεκτικότητας των υποδομών και την επιτάχυνση της πράσινης μετάβασης.
Και, τρίτον, επειδή η ίδια η ακρίβεια, και η απροθυμία της κυβέρνησης να την τιθασεύσει, πέρα από κοινωνικά καταστροφική είναι και βαθιά αντιαναπτυξιακή. Μετακυλώντας το κόστος της ενεργειακής και πληθωριστικής κρίσης στους παραγωγικούς κλάδους της οικονομίας τους στερεί την δυνατότητα να επενδύσουν στην πράσινη και ψηφιακή στροφή.
Στη συζήτηση των ημερών η
Νέα Αριστερά θα καταθέσει συγκεκριμένα μέτρα. Περιορίζομαι σήμερα στο εξής. Αν δεν σχεδιάσουμε προϋπολογισμούς που θα απαντάνε στη βεβαιότητα των πολιτών ότι είναι απροστάτευτοι και καθηλωμένοι στο φόβο της φτωχοποίησης, η Δημοκρατία μας θα είναι ανίσχυρη απέναντι στα τέρατα του υπερσυντηρητικού λαϊκισμού, του αυταρχισμού και της ακροδεξιάς που σαρώνουν την Ευρώπη. Και αν δεν μετασχηματίσουμε το κράτος σε αναπτυξιακό κράτος, που θα λειτουργεί δηλαδή ως κεντρικός συντονιστής στην παραγωγική διαδικασία και ως επιταχυντής των μεγάλων αλλαγών που έπονται, η ελληνική οικονομία θα παραμείνει δέσμια του ίδιου φαύλου κύκλου εντεινόμενης φτωχοποίησης, πολιτικής και δημοκρατικής καχεξίας και παραγωγικής υποβάθμισης.
Εκεί θέλει να συμβάλλει η Νέα Αριστερά: σε μια πολιτική όχι του συνηθισμένου, αλλά του κατεπείγοντος για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης, της κοινωνικής ανισότητας και της υπονόμευσης της Δημοκρατίας.