Με τον κορονοϊό να επανακάμπτει με σφοδρότητα στο δεύτερο κύμα, η υγειονομική αντιμετώπιση της πανδημίας και η προάσπιση της δημόσιας υγείας δεν μπορούν παρά να αποτελούν προτεραιότητα για ολόκληρο τον πλανήτη.
Η πανδημία ωστόσο έχει πολύ σοβαρές επιπτώσεις και στην οικονομία, που σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να υποτιμηθούν, καθώς δεν αναμένεται να ξεπεραστούν με το πέρας της υγειονομικής κρίσης αλλά φαίνεται να αποκτούν μόνιμα χαρακτηριστικά. Αν δεν δράσουμε εγκαίρως, κινδυνεύουμε την επόμενη μέρα να βρεθούμε αντιμέτωποι με μια δημοσιονομική και μακροοικονομική κρίση διαρκείας, με εκτόξευση του χρέους, βύθιση του ΑΕΠ και εκτίναξη της ανεργίας. Στη χώρα μας η οικονομική κρίση είναι ήδη έντονη, με μεγάλη ευθύνη της κυβέρνησης της ΝΔ, η οποία αρνείται πεισματικά να υλοποιήσει ένα γενναίο πρόγραμμα στήριξης της πραγματικής οικονομίας με ρευστότητα. Ενώ η κοινωνία κατακλύζεται από απόγνωση και ανασφάλεια.
Αλλά και το ίδιο το οικονομικό μοντέλο δεν θα μείνει ανεπηρέαστο, τουλάχιστον μεσοπρόθεσμα, από τις επιπτώσεις της πανδημίας. Το σπάσιμο των παγκόσμιων αλυσίδων αξίας που συνεπάγεται νέους διεθνείς ανταγωνισμούς, ενδέχεται να οδηγήσει σε αυξημένο προστατευτισμό σε εθνικό επίπεδο, στην τοπικοποίηση σε ένα βαθμό των οικονομιών και στην εκ νέου ανάδυση πολιτικών «εθνικής αυτάρκειας». Σε αυτές τις συνθήκες και με δεδομένη την αύξηση της τηλε-εργασίας και του ηλεκτρονικού εμπορίου, καλούνται να προσαρμοστούν κρίσιμοι κλάδοι της οικονομίας, όπως ο τουρισμός, η εστίαση, οι μεταφορές και η εφοδιαστική αλυσίδα. Ταυτόχρονα, η ανθεκτικότητα των κοινωνιών απέναντι σε νέες πανδημίες ή ακραία φυσικά φαινόμενα λόγω της κλιματικής αλλαγής, αναδεικνύεται σε κεντρικό ζητούμενο.
Με έτοιμες, δοκιμασμένες λύσεις του παρελθόντος, δεν μπορούμε να απαντήσουμε ρεαλιστικά σε αυτές τις σύγχρονες προκλήσεις. Απαιτούνται νέες προγραμματικές επεξεργασίες. Η υιοθέτηση και εφαρμογή ενός νέου κοινωνικού συμβολαίου και όχι η επιστροφή σε παρωχημένες συνταγές εσωτερικής υποτίμησης, υποβάθμισης των κοινωνικών υποδομών και αναδιανομής του κοινωνικού πλούτου υπέρ μιας μικρής μειοψηφίας.
Δυστυχώς η κυβέρνηση επιμένει εμμονικά σε αυτήν ακριβώς την κατεύθυνση. Κάτι που επιβεβαιώνεται με την έκθεση Πισσαρίδη αλλά και το κυβερνητικό σχέδιο για την αξιοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης, το οποίο εξάλλου αποτελεί πιστό αντίγραφο της πρώτης. Εν κρυπτώ και χωρίς καμία ουσιαστική διαβούλευση με την κοινωνία, η κυβέρνηση καταστρώνει ένα σχέδιο που επαναφέρει τη χώρα στο νεοφιλελεύθερο μοντέλο που εφαρμόστηκε την περίοδο των «παχιών αγελάδων» και οδήγησε τη χώρα στην χρεοκοπία και στα μνημόνια. Υποβάθμιση και ελαστικοποίηση της αγοράς εργασίας, εμμονή στις ΣΔΙΤ ως «θεραπεία δια πάσα νόσο», υποτίμηση και αφανισμός των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, ιδιωτικοποίηση της επικουρικής ασφάλισης, των δημόσιων δομών και υπηρεσιών. Αυτές οι οπισθοδρομικές πολιτικές βαφτίζονται «μεταρρυθμιστική πρόοδος», παραβλέποντας σκόπιμα τα συμπεράσματα που όφειλαν να έχουν βγάλει οι κυβερνώντες από την προηγούμενη δεκαετή κρίση αλλά και την πανδημία.
Στην εμμονή της να εξυπηρετήσει ισχυρά οικονομικά συμφέροντα, η κυβέρνηση θυσιάζει κάθε έννοια κοινωνικής δικαιοσύνης και υπονομεύει την έξοδο από την κρίση και τις αναπτυξιακές δυνατότητες της ελληνικής οικονομίας για τα επόμενα χρόνια. Επιλέγει να μείνει εκτός της συζήτησης που διεξάγεται αυτή την εποχή διεθνώς και στην οποία έχει εμπεδωθεί η σημασία της κρατικής παρέμβασης και των δημόσιων επενδύσεων για τη διάσωση και την ανάκαμψη της οικονομίας. Αλλά και το ρόλο των κοινωνικών υποδομών ως προϋπόθεση για την ανάπτυξη.
Εμείς βρισκόμαστε στον αντίποδα αυτής της ιδεοληπτικής εμμονής. Τα θεμέλια για μια βιώσιμη, διατηρήσιμη ανάπτυξη που τα οφέλη της θα διαχέονται σε όλους, πρέπει να μπουν σήμερα. Και αυτό απαιτεί δύο πράγματα. Να κρατήσουμε την οικονομία και την κοινωνία όρθια με άμεσα μέτρα συγκράτησης της ύφεσης, ενισχύοντας τις επιχειρήσεις, τους εργαζόμενους και το κοινωνικό κράτος. Και παράλληλα να προχωρήσει ο μετασχηματισμός της ελληνικής οικονομίας προς ένα νέο παραγωγικό μοντέλο που δεν θα επαναλαμβάνει τις παθογένειες του παρελθόντος. Που θα αναγνωρίζει την εργασία ως βασικό μοχλό ανάπτυξης και θα αξιοποιεί το υψηλά καταρτισμένο ανθρώπινο δυναμικό της χώρας. Που θα επενδύσει στην πράσινη και ψηφιακή μετάβαση για να αναδείξει τα συγκριτικά πλεονεκτήματα κρίσιμων τομέων της οικονομίας μας, όπως η βιομηχανία, η μεταποίηση, ο τουρισμός και η αγροδιατροφή. Που θα προωθεί την ενίσχυση της εξωστρέφειας και των συνεργειών μεταξύ τους, λαμβάνοντάς υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των ελληνικών μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
Αυτό το στόχο πρέπει να υπηρετήσουν τα σημαντικά ευρωπαϊκά κονδύλια που θα λάβει η χώρα τα επόμενα χρόνια, σε συνδυασμό με ένα γενναίο πρόγραμμα δημόσιων επενδύσεων. Συμμετέχοντας στους διεθνείς προοδευτικούς προβληματισμούς για αυτή τη νέα πραγματικότητα και σε συνεχή διάλογο με την κοινωνία, στον ΣΥΡΙΖΑ ήδη διαμορφώνουμε και σύντομα θα καταθέσουμε, μια σύγχρονη, ρεαλιστική και ριζοσπαστική πρόταση για την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας.