Η δημοσιονομική και η μακροοικονομική σταθερότητα – ο πρώτος πυλώνας του αναπτυξιακού σχεδίου – δεν είναι απλώς μια απαίτηση των θεσμών και των αγορών. Είναι απαραίτητες για να διασφαλίσουμε την οικονομική αυτονομία της χώρας.
Αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου με πρωταγωνιστή την κοινωνία
Το 2018 είναι ένα έτος ορόσημο για την Ελλάδα. Μετά την πολυετή και βαθιά ύφεση που δοκίμασε σοβαρά τις αντοχές της κοινωνίας, η οικονομία κινείται πάλι σε ρυθμούς ανάπτυξης και η χώρα βαδίζει σταθερά στην έξοδο από τα μνημόνια, ύστερα από οκτώ χρόνια σκληρής επιτροπείας. Η εξέλιξη αυτή δεν είναι τυχαία. Είναι αποτέλεσμα των θυσιών των πολιτών αλλά και των προσπαθειών της κυβέρνησης μας να ξαναστήσει στα πόδια της την οικονομία και παράλληλα να προστατεύσει την κοινωνία από τις συνέπειες της κρίσης.
Το κρίσιμο τώρα είναι να θωρακίσουμε αυτή την ανάπτυξη, να εργαστούμε ώστε να μεταφράζεται όλο και περισσότερο σε χειροπιαστή βελτίωση στη ζωή της λαϊκής πλειοψηφίας και κυρίως, να διασφαλίσουμε ότι δεν θα ζήσουμε ποτέ ξανά φαινόμενα σαν αυτά της περιόδου της κρίσης που τόσο πλήγωσαν την κοινωνία. Εξίσου σημαντικό όμως, και για μας απολύτως σαφές, είναι ότι η επιστροφή σε παρωχημένα μοντέλα και καταστροφικές πρακτικές που διέλυσαν τον παραγωγικό ιστό της ελληνικής οικονομίας, ούτε εφικτή είναι αλλά ούτε και ευκταία.
Οι τρεις πυλώνες του Αναπτυξιακού Σχεδίου
Σε αυτές τις βασικές σταθερές εδράζεται η Αναπτυξιακή Στρατηγική που διαμορφώνει η κυβέρνηση αυτή την περίοδο. Πρόκειται για τον οδικό χάρτη με βάση τον οποίο θα πορευτεί η χώρα μετά την λήξη του προγράμματος τον ερχόμενο Αύγουστο. Στο πρόγραμμα αυτό θα αποτυπώνεται τόσο η βούληση της κυβέρνησης να εγγυηθεί τη δημοσιονομική και μακροοικονομική σταθερότητα και να συνεχίσει τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, όσο και η αποφασιστικότητά μας να προχωρήσουμε σε θαρραλέες παρεμβάσεις για τη στήριξη των εργαζομένων, του κοινωνικού κράτους και του αναπτυξιακού δυναμικού της οικονομίας.
Η δημοσιονομική και η μακροοικονομική σταθερότητα – ο πρώτος πυλώνας του Αναπτυξιακού Σχεδίου – δεν είναι απλά μία απαίτηση των θεσμών και των αγορών. Είναι απαραίτητες για να διασφαλίσουμε την οικονομική αυτονομία της χώρας. Δεν μπορούμε να επιστρέψουμε σε πρακτικές δημοσιονομικού εκτροχιασμού, τις οποίες θα πληρώσει στο μέλλον ακριβά η κοινωνία.
Είναι ωστόσο αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι η όποια σταθεροποίηση τα προηγούμενα χρόνια επετεύχθη με μεγάλο κοινωνικό κόστος – κόστος που επωμίστηκαν δυσανάλογα οι εργαζόμενοι και τα λαϊκά στρώματα. Πολλές φορές μάλιστα τα μέτρα που πάρθηκαν σε βάρος της εργασίας και της μεσαίας τάξης είχαν το ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα από αυτό που υπολόγιζαν οι θιασώτες της νεοφιλελεύθερης ορθοδοξίας. Βάθυναν την ύφεση, εκτόξευσαν την ανεργία στα ύψη και έσπρωξαν μεγάλο μέρος των νέων στη μετανάστευση.
Η έξοδος από το μνημόνιο μας επιτρέπει να προχωρήσουμε πιο αποφασιστικά στην διόρθωση αυτών των αδικιών. Το Αναπτυξιακό Σχέδιο λοιπόν, θα περιλαμβάνει και έναν δεύτερο ισχυρό κοινωνικό πυλώνα, μία σειρά δηλαδή από δεσμεύσεις για την ενίσχυση της εργασίας και την καταπολέμηση της ανεργίας, την αναβάθμιση και τη διεύρυνση του κοινωνικού κράτους, την ουσιαστικότερη στήριξη των ευάλωτων κοινωνικών ομάδων και την ενεργότερη προώθηση της κοινωνικής δικαιοσύνης.
Πολιτικές που θα επουλώσουν τα τραύματα που δημιούργησε στην κοινωνία η κρίση και η νεοφιλελεύθερη διαχείριση της και θα σηματοδοτήσουν το τέλος της κατάστασης εκτάκτου ανάγκης που βίωσε η χώρα την προηγούμενη περίοδο. Μέτρα που θα επαναφέρουν την ελπίδα και την αίσθηση της προοπτικής για τους πολίτες της χώρας.
Δημοσιονομική σταθερότητα και κοινωνική δικαιοσύνη
Οι δύο αυτοί στόχοι – η δημοσιονομική σταθεροποίηση και η ενίσχυση της εργασίας και του κοινωνικού κράτους – δεν είναι ανταγωνιστικοί αλλά βρίσκονται σε διαλεκτική ενότητα. Οι μεταρρυθμίσεις που αντιμετωπίζουν τις δομικές παθογένειες της οικονομίας και βελτιώνουν τη λειτουργία του κράτους διευρύνουν τα περιθώρια άσκησης κοινωνικής πολιτικής, αναβαθμίζουν τις υπηρεσίες που προσφέρει το δημόσιο στους πολίτες και δημιουργούν προϋποθέσεις για την ουσιαστική αύξηση των λαϊκών και εργατικών εισοδημάτων.
Από την άλλη, η διασφάλιση ανθρώπινων συνθηκών εργασίας και αξιοπρεπών μισθών αλλά και η δημιουργία ενός σύγχρονου κοινωνικού κράτους ενισχύουν την κοινωνική συνοχή. Κυρίως όμως επιτρέπουν την καλύτερη αξιοποίηση των παραγωγικών συντελεστών – πρωτίστως του ανθρώπινου δυναμικού – θέτοντας έτσι τις βάσεις για την αύξηση της παραγωγικότητας και την επιτάχυνση της οικονομικής ανάπτυξης. Στη δική μας λογική η κοινωνική δικαιοσύνη δεν θα προκύψει αυτόματα μέσα από τους μηχανισμούς της αγοράς. Είναι αντίθετα, προϋπόθεση για να έχουμε ισχυρή και βιώσιμη ανάπτυξη.
Ωστόσο, ο συνδυασμός της δημοσιονομικής σταθερότητας με την ενίσχυση του κοινωνικού κράτους και της εργασίας προϋποθέτει και μία ισχυρή παραγωγική βάση. Ακριβώς με αυτό καταπιάνεται ο τρίτος πυλώνας του Αναπτυξιακού Σχεδίου. Την αλλαγή δηλαδή του παραγωγικού μοντέλου ώστε να μπορεί η ελληνική οικονομία να παράγει υπηρεσίες και προϊόντα υψηλής προστιθέμενης αξίας, ικανά να σταθούν στον διεθνή ανταγωνισμό, να διασφαλίζει δίκαιες αμοιβές, ανάλογες των υψηλών προσόντων των εργαζομένων και να υποστηρίζει σύγχρονες κοινωνικές υπηρεσίες.
Η χρεοκοπία του προηγούμενου παραγωγικού μοντέλου
Εδώ οφείλουμε να είμαστε ρεαλιστές ως προς τις δυσκολίες αλλά και αμείλικτοι απέναντι σε όσους ευθύνονται για την αποδυνάμωση της οικονομίας όλα τα προηγούμενα χρόνια. Η Ελλάδα ουδέποτε είχε αναπτυξιακή στρατηγική. Η έλλειψη σχεδίου ήταν ο κανόνας. Από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 μάλιστα, επικράτησε η αντίληψη ότι ο δημόσιος σχεδιασμός δεν ήταν απαραίτητος αφού όλα θα τα έλυνε η αγορά.
Η κρίση όμως αποκάλυψε τα σαθρά θεμέλια πάνω στα οποία είχε δομηθεί η ελληνική οικονομία τις προηγούμενες δεκαετίες. Στηριγμένη στην εσωτερική κατανάλωση και τον υπερδανεισμό, στάθηκε ανίκανη να παρακολουθήσει τις τεχνολογικές εξελίξεις που σήμανε η ψηφιοποίηση και η τέταρτη βιομηχανική επανάσταση. Εσωστρεφής και με πολυκατακερματισμένο παραγωγικό δυναμικό δεν μπόρεσε να απαντήσει στις προκλήσεις που έθεσαν η παγκοσμιοποίηση και οι αναδυόμενες διεθνείς αλυσίδες αξίας.
Η δε βιομηχανία αφέθηκε στην τύχη της πολύ πριν την έναρξη της κρίσης, με αποτέλεσμα η συνεισφορά της στο ΑΕΠ να πέσει κάτω από το 9%, τη στιγμή που ο μέσος όρος στην Ευρώπη βρίσκεται στο 15%. Οι σταθερές και καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας στη μεταποίηση αντικαταστάθηκαν από την επισφαλή και κακοπληρωμένη απασχόληση στις υπηρεσίες, ενώ το εμπορικό έλλειμμά βγήκε εκτός ελέγχου.
Την ίδια στιγμή, μεγάλα και μικρά συμφέροντα λυμαίνονταν τον δημόσιο χώρο, τον φυσικό και οικονομικό πλούτο της χώρας, ενώ η διασπάθιση του δημόσιου χρήματος από τις προηγούμενες κυβερνήσεις απέκτησε ενδημικά χαρακτηριστικά. Σύμπτωμα αυτής της καθήλωσης σε ένα στρεβλό παραγωγικό μοντέλο αλλά και της συστηματικής κακοδιαχείρισης, ήταν η εκτόξευση του δημόσιου και του εξωτερικού χρέους της χώρας η οποία, σε συνδυασμό με την παγκόσμια κρίση, οδήγησε στην χρεοκοπία. Η νεοφιλελεύθερη διαχείριση της κρίσης με την εσωτερική υποτίμηση και την απαξίωση της εργασίας την περίοδο 2010 – 2014 βάθυνε ακόμη περισσότερο την ύφεση και προκάλεσε κυριολεκτικά μία κοινωνική καταστροφή.
Παραγωγική ανασυγκρότηση με πρωταγωνιστή την κοινωνία
Η Κυβέρνησή μας έθεσε από την πρώτη στιγμή ως κεντρική προτεραιότητα την αλλαγή αυτού του παραγωγικού μοντέλου. Για πρώτη φορά όλα τα διαθέσιμα χρηματοδοτικά εργαλεία – το ΕΣΠΑ, ο νέος Αναπτυξιακός Νόμος, τα καινοτόμα ταμεία που δημιουργήσαμε σε συνεργασία με διεθνείς χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς – συντονίζονται στην υποστήριξη κλάδων στους οποίους η ελληνική οικονομία διαθέτει συγκριτικά πλεονεκτήματα, στην τεχνολογική αναβάθμιση του εγχώριου παραγωγικού δυναμικού, στη βελτίωση της εξωστρέφειας των ελληνικών επιχειρήσεων και την αύξηση των εξαγωγών.
Υλοποιούμε στοχευμένες πολιτικές για την ενίσχυση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, την προώθηση των συνεργιών μεταξύ τους και την ένταξή τους στα διεθνή παραγωγικά δίκτυα. Προωθούμε τη σύνδεση των βασικών τομέων της οικονομίας – του αγροκτηνοτροφικού συμπλέγματος, της μεταποίησης και του τουρισμού με στόχο τη δημιουργία ολοκληρωμένων αλυσίδων αξίας για την αύξηση της προστιθέμενης αξίας των προϊόντων τους και τη δημιουργία περισσότερων θέσεων εργασία και στους τρεις κλάδους.
Όλα αυτά θα αποτυπωθούν στο Αναπτυξιακό Σχέδιο. Η παραγωγική ανασυγκρότηση όμως, δεν μπορεί να έρθει μέσα από τις προσπάθειες αποκλειστικά του κράτους και της κυβέρνησης. Απαιτεί την ενεργή συμμετοχή της κοινωνίας, των παραγωγικών και αυτοδικοιητικών φορέων αλλά και του κάθε πολίτη. Μόνο έτσι μπορούν να αποτυπωθούν οι πραγματικές ανάγκες, να αξιοποιηθούν αποτελεσματικά οι τοπικές δυνατότητες και κυρίως, να συγκροτηθούν τα συλλογικά υποκείμενα που θα φέρουν σε πέρας αυτό το τιτάνιο έργο.
Ως κυβέρνηση έχουμε ήδη ανοίξει πλατιά τον σχετικό διάλογο μέσα από τα Περιφερειακά Συνέδρια σε όλη τη χώρα. Η συζήτηση αυτή θα ενταθεί το επόμενο διάστημα ώστε ο σχεδιασμός και οι παρεμβάσεις να εξειδικευτούν ανάλογα με τις αναπτυξιακές δυνατότητες των τοπικών κοινωνιών και το παραγωγικό προφίλ της κάθε περιοχής.
Η συζήτηση στην Ευρώπη
Ο διάλογος για την παραγωγική ανασυγκρότηση στην Ελλάδα συμπίπτει με δύο πολύ κρίσιμες συζητήσεις που διεξάγονται αυτή την περίοδο στην Ευρώπη. Η μία αφορά την κοινή βιομηχανική στρατηγική της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο νέο περιβάλλον που διαμορφώνουν η κλιματική αλλαγή και η ψηφιοποίηση της οικονομίας, αλλά και η ένταση του διεθνούς ανταγωνισμού, όπως φαίνεται και από την απόφαση των ΗΠΑ να επιβάλουν δασμούς στις εισαγωγές χάλυβα και αλουμινίου.
Η δεύτερη, εξαιρετικά κρίσιμη συζήτηση, έχει να κάνει με την κατανομή του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού μετά το 2020. Εκεί, με αφορμή το Brexit, πληθαίνουν οι φωνές που ζητούν μία Ευρώπη πολλών ταχυτήτων και τον δραστικό περιορισμό της Πολιτικής Συνοχής. Των κονδυλίων δηλαδή που διατίθενται για την καταπολέμηση των κοινωνικών ανισοτήτων και τη σύγκλιση μεταξύ των κρατών μελών. Αν επικρατήσουν αυτές οι φωνές, η ύπαρξη της ΕΕ θα δοκιμαστεί σοβαρά.
Στη δική μας λογική οι δύο συζητήσεις είναι αλληλένδετες. Η ενίσχυση της ευρωπαϊκής βιομηχανίας και η ενεργότερη προώθηση της σύγκλισης μεταξύ των χωρών που τη συναπαρτίζουν, είναι όρος επιβίωσης για την ΕΕ. Η έξοδος από τα μνημόνια μας επιτρέπει να συμμετάσχουμε πιο δυναμικά στον σχεδιασμό του μέλλοντος της Ευρώπης. Να διεκδικήσουμε, σε συμμαχία και με άλλες χώρες, να επανέλθει στο κέντρο των ευρωπαϊκών πολιτικών η κοινωνική διάσταση, η ενίσχυση της εργασίας και η αλληλεγγύη.
Οι προκλήσεις λοιπόν που καλείται να απαντήσει η Αναπτυξιακή Στρατηγική είναι πολλές και μεγάλες. Ένα τέτοιο σχέδιο άλλωστε διαμορφώνεται για πρώτη φορά στη χώρα μας. Η ανάγκη ωστόσο είναι προφανής και η πολιτική βούληση της κυβέρνησης δεδομένη. Πολύτιμος αρωγός σε αυτή μας την προσπάθεια είναι η κουλτούρα συνεργασίας και δημοκρατικής διαβούλευσης που έχουμε κατακτήσει ως Αριστερά.
Και αυτό γιατί χωρίς την ενεργή συμμετοχή της κοινωνίας καμία στρατηγική δεν μπορεί να είναι αποτελεσματική. Αυτή τη συμμετοχή εμείς τη διεκδικήσαμε από την πρώτη στιγμή, δίχως ποτέ να κρύψουμε την αλήθεια από τους πολίτες ή να ωραιοποιήσουμε την κατάσταση, ακόμη και στις πιο δύσκολες συνθήκες. Αυτό πράττουμε και τώρα και είμαστε βέβαιοι ότι οι πολίτες θα μας εμπιστευτούν ξανά.