Την ώρα που οι οικονομίες διεθνώς δέχονται πρωτοφανή πίεση από τις επιπτώσεις τις πανδημίας, με επώδυνες συνέπειες στο βιοτικό επίπεδο και την συνοχή των κοινωνιών, η απάντηση των κυβερνήσεων, ακόμη και των πιο συντηρητικών, σε όλη σχεδόν την Ευρώπη, είναι η έγκαιρη και ουσιαστική στήριξη της οικονομίας με γενναία μέτρα δημοσιονομικής επέκτασης.
Ακόμη και διεθνείς οικονομικοί οργανισμοί, που διαχρονικά υποστήριζαν, έως και επέβαλλαν, πολιτικές λιτότητας και ακραίας δημοσιονομικής πειθαρχίας, απευθύνουν πλέον έκκληση στις κυβερνήσεις και στα οικονομικά κέντρα των κρατών – μελών τους, να αυξήσουν τις δημόσιες δαπάνες για να στηρίξουν την ανάκαμψη των οικονομιών τους. Όταν η διευθύνουσα σύμβουλος του ΔΝΤ προτρέπει τις κυβερνήσεις να «δαπανήσουν όσα περισσότερα μπορούν και μετά να ξοδέψουν λίγα παραπάνω», ενώ η πρόεδρος της ΕΚΤ τις καλεί επιπλέον τις κυβερνήσεις να εφαρμόσουν προγράμματα στήριξης της εργασίας για να εξισορροπήσουν την ιστορικών διαστάσεων ύφεση, είναι ξεκάθαρο για όλους ότι η κρατική παρέμβαση στην οικονομία έχει μετατραπεί από ταμπού σε αναγκαιότητα.
Μέσα σε αυτήν την αναστροφή του διεθνούς διαλόγου για την οικονομία, η κυβέρνηση Μητσοτάκη με την πεισματική της άρνηση να λάβει, έστω και τώρα, ουσιαστικά μέτρα στήριξης, αποτελεί ηχηρή παραφωνία. Παρόλο που η οικονομία της χώρας μας είναι πιο ευάλωτη σε σύγκριση με αυτές άλλων ευρωπαϊκών χώρων. Όχι μόνο επειδή παραδοσιακά στηρίζεται σε κλάδους, όπως ο τουρισμός, η εστίαση και το λιανεμπόριο, που χτυπήθηκαν με ιδιαίτερη σφοδρότητα κατά την πανδημία. Αλλά και επειδή μόλις πρόσφατα εξήλθαμε από τη δεκαετή κρίση που εξάντλησε κάθε οικονομικό απόθεμα επιχειρήσεων και νοικοκυριών.
Η κυβέρνηση επιλέγει να αντιμετωπίσει αυτήν την πρωτόγνωρη κατάσταση αφήνοντας την κοινωνία στην τύχη της. Με αποσπασματικά, έως και ανύπαρκτα σε ορισμένες περιπτώσεις, μέτρα, που έχουν οδηγήσει την χώρα στην μεγαλύτερη ύφεση της Ευρώπης. Δίνοντας ως μόνη απάντηση στις επιχειρήσεις που συσσωρεύουν συνεχώς βάρη και αντιμετωπίζουν τον αφανισμό, την αναστολή μέρους των υποχρεώσεων και νέο δανεισμό. Επιδοτεί την αναστολή της εργασίας, αντί να υλοποιήσει στοχευμένα προγράμματα διατήρησης των υφιστάμενων θέσεων και σχέσεων εργασίας. Πολιτική που όχι μόνο έχει εκτινάξει την ανεργία αλλά και ισοπεδώσει τα εισοδήματα των εργαζομένων. Κωφεύει στην αναγκαιότητα για εξειδικευμένα περιφερειακά και κλαδικά προγράμματα ενίσχυσης, την οποία έχουμε εδώ και καιρό αναδείξει με συγκεκριμένες προτάσεις.
Και όλα αυτά, τη στιγμή που η χώρα διαθέτει δημοσιονομικές δυνατότητες που ουδέποτε είχε στο πρόσφατο παρελθόν. Το μαξιλάρι ασφαλείας των 37 δισ. και τη μεσοπρόθεσμη ρύθμιση των δανειακών υποχρεώσεών μας, κρίσιμα κληροδοτήματα της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, την πλήρη άρση των δημοσιονομικών περιορισμών και μια σειρά ευέλικτων ευρωπαϊκών χρηματοδοτικών πηγών λόγω της πανδημίας. Τούτων δοθέντων, η μη ενίσχυση επιχειρήσεων, εργαζομένων και νοικοκυριών με ουσιαστικά μέτρα, δεν συνιστά κάποιο λάθος αλλά καθαρή στρατηγική επιλογή. Όπως προκύπτει και από την έκθεση Πισσαρίδη, το σχέδιο της ΝΔ για την επόμενη μέρα δεν συμπεριλαμβάνει ούτε τους μικρομεσαίους ούτε τα ευάλωτα κοινωνικά στρώματα. Πώς αλλιώς να ερμηνεύσει κανείς την αντιμετώπιση της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας ως «βαρίδι» για την ανάπτυξη και την εμμονική άρνηση για ενίσχυση του δημόσιου συστήματος υγείας και των κοινωνικών υποδομών, που όλοι πλέον αναγνωρίζουν ως προϋπόθεση για μια διατηρήσιμη και δίκαιη ανάπτυξη;
Αυτή την πολιτική, έρχεται να συμπληρώσει η διαχειριστική ανεπάρκεια και η έλλειψη συντονισμού του κυβερνητικού μηχανισμού. Οι αντικρουόμενες δηλώσεις, οι ανεύθυνες διαρροές και οι αιφνιδιαστικές παρεμβάσεις του επιτελείου της κυβέρνησης, εντείνουν την ανασφάλεια στην αγορά, επιδεινώνουν το οικονομικό κλίμα και αποδεικνύονται επιζήμιες για το επενδυτικό περιβάλλον.
Οι προκλήσεις που αντιμετωπίζουμε εν μέσω πανδημίας, μετατρέπονται σε αδιέξοδα από την κυβερνητική πολιτική. Την οποία μάλιστα οι κυβερνώντες, με τη βοήθεια και της μονοφωνίας που έχουν επιβάλλει στην πλειοψηφία των Μέσων Ενημέρωσης, επιχειρούν να παρουσιάσουν ως μονόδρομο.
Ο ΣΥΡΙΖΑ θα παρουσιάσει το αμέσως προσεχές διάστημα ένα ολοκληρωμένο πολιτικό σχέδιο για μια εντελώς διαφορετική προοπτική. Που θα συμπεριλαμβάνει εξίσου τα ασθενέστερα και τα μεσαία στρώματα και δεν θα αφήνει κανέναν πίσω στην πορεία ανάταξης της κοινωνίας μετά την κρίση. Συνδέοντας την διάσωση της οικονομίας και της κοινωνίας σήμερα, με την έξοδο της χώρας από την κρίση και τον μετασχηματισμό του παραγωγικού μοντέλου την επόμενη μέρα. Και ενσωματώνοντας τις εμπειρίες και τις προτάσεις των προοδευτικών και αριστερών δυνάμεων και κοινωνικών φορέων της χώρας.
Στόχος της αριστεράς που έχει διαχειριστεί τις τύχες της χώρας και θέλει να εκφράσει ξανά την προοδευτική κοινωνική πλειοψηφία στις πολύ κρίσιμες συνθήκες που βιώνουμε, δεν είναι να δείξει ότι μπορεί να τα «λέει καλά». Αλλά διαμορφώνοντας μια πλατιά προοδευτική συμμαχία, να πείσει την κοινωνία ότι απέναντι στο σχέδιο της κυβέρνησης για περαιτέρω φτωχοποίηση των μεσαίων και ευάλωτων στρωμάτων και ξεπούλημα του κοινωνικού πλούτου, υπάρχει και άλλος δρόμος. Αυτός της κοινωνικής συνοχής και ασφάλειας, της στήριξης και ενίσχυσης των δημόσιων υποδομών, των δημοκρατικών δικαιωμάτων, της διαφάνειας και της αλληλεγγύης.