Άρθρο που δημοσιεύθηκε στο ενημερωτικό δελτίο KReport
Η πρόσφατη συζήτηση -εντός και εκτός κοινοβουλίου- για το θέμα της φαρμακευτικής κάνναβης υπογραμμίζει αυτό που συχνά ξεχνάμε: ότι η χώρα μας έχει τις δυνατότητες για ουσιαστικά βήματα προς τα εμπρός. Οι δυνατότητες όμως από μόνες τους δεν φτάνουν. Χρειάζονται πολιτική βούληση, δημόσιο σχεδιασμό και κοινωνικές συναινέσεις γύρω από τις μεγάλες τομές που μπορούν να αλλάξουν την καθημερινότητά μας. Στην περίπτωση της φαρμακευτικής κάνναβης το όφελος είναι διπλό: η ανακούφιση σε χιλιάδες ασθενείς συμπολίτες μας που υποφέρουν και την ίδια στιγμή η ανάπτυξη σημαντικών επενδυτικών ευκαιριών που θα καταστήσουν τη χώρα μας πρωταγωνίστρια σε μια δυναμική και αναδυόμενη παγκόσμια αγορά. Προφανώς ο πειρασμός να σχολιάσω τη στάση της Νέας Δημοκρατίας είναι μεγάλος. Θυμάμαι με θλίψη τις σκοταδιστικές και λαϊκιστικές επιθέσεις που δέχτηκε ο ΣΥΡΙΖΑ όταν για πρώτη φορά προσπαθήσαμε να δημιουργήσουμε ένα θεσμικό πλαίσιο γύρω από αυτό τι κρίσιμο θέμα. Και η πρόσφατη εντυπωσιακή -κατά τη συνήθειά του- κυβίστηση του υπουργού Ανάπτυξης δεν αρκεί. Αλλά δεν είναι αυτό το κύριο.
Αν μετακινηθούμε πέρα από το πρώτο επίπεδο -αυτό της κομματικής αντιπαράθεσης- το ζήτημα της φαρμακευτικής κάνναβης εμπεριέχει μια μεθοδολογική πρόταση. Είναι η απόδειξη ότι η -συχνά πλαδαρή και γενικόλογη- συζήτηση για την ανάγκη αλλαγής του παραγωγικού μοντέλου της χώρας μπορεί να αντικατασταθεί από συγκεκριμένα παραδείγματα. Όταν το 2018 ξεκινούσαμε την προσπάθεια για τη δημιουργία ενός θεσμικού πλαισίου για τις σχετικές επενδύσεις ξέραμε ότι θα συγκρουστούμε με παγιωμένες αντιλήψεις που ταύτιζαν αντανακλαστικά τη λέξη κάνναβη με την τοξικοεξάρτηση. Αποφασίσαμε να προχωρήσουμε γιατί θεωρούσαμε ότι η χώρα είχε να κερδίσει. Και όντως κέρδισε. Χάρη στον νόμο 4523 του 2018, ο οποίος θεσμοθέτησε για πρώτη φορά τη δυνατότητα εγχώριας παραγωγής και τελικής επεξεργασίας προϊόντων φαρμακευτικής κάνναβης, έως τα μέσα του 2019 -μέσα δηλαδή σε έναν χρόνο- είχαν κατατεθεί 71 αιτήσεις επενδυτικών σχεδίων ύψους 852 εκατομμυρίων ευρώ και 5.500 νέων θέσεων εργασίας. Και δεν είναι μόνο ποσοτικό το ζήτημα. Το να είναι η Ελλάδα ένας φιλόξενος τόπος για την ανάπτυξη μίας καινοτόμου επένδυσης με σημαντικό κοινωνικό έρεισμα έχει πολλαπλά οφέλη: την καθιστά ένα προοδευτικό σημείο αναφοράς σε έναν κόσμο που αλλάζει και αναζητεί συγκεκριμένα υποδείγματα εναλλακτικής πολιτικής.
Ας μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας. Η πανδημία -που ακόμα ρίχνει τη βαριά σκιά της στην καθημερινότητά μας- υπήρξε το πιο πρόσφατο μόνο επεισόδιο σε μια ιστορική περίοδο διαδοχικών κλονισμών που εκκινούν από την παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008. Το ερώτημα της επόμενης μέρας είναι εξ ορισμού συνδεδεμένο με τον κλονισμό των παλιών βεβαιοτήτων και την αναζήτηση ενός νέου κοινωνικού και οικονομικού υποδείγματος. Συχνά στη χώρα μας αντιμετωπίζουμε αυτού του είδους τη συζήτηση ως προνόμιο κάποιων άλλων- των ισχυρών του πλανήτη. Αυτό από μόνο του συνιστά πρόβλημα. Είναι μια ένδειξη επαρχιωτισμού και αποδοχής ενός περιθωριακού ρόλου που με τη σειρά του οδηγεί σε μια πολιτική αναμέτρηση με ρουτινιάρικους και αφηρημένους όρους. Θα πρέπει να αντιστρέψουμε αυτήν την τάση. Η χώρα μας πρέπει να συμμετάσχει στην παγκόσμια συζήτηση για την αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου. Να συγχρονιστεί με τις αναζητήσεις, να ακούσει και να αντλήσει παραδείγματα, να προσφέρει τις δικές της εμπειρίες και σχεδιασμούς- όπως το παράδειγμα της φαρμακευτικής κάνναβης.
Αυτό όμως προϋποθέτει μια παραδοχή. Την παραδοχή ότι οι αποσκευές του χτες δεν είναι από μόνες τους αρκετές. Αυτό αφορά όλους μας- η εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση υπήρξε μια πολύτιμη εμπειρία για το ερώτημα της σχέσης της Αριστεράς με την εξουσία που σχετίζεται με αυτή την παραδοχή. Την ίδια στιγμή όμως, πρέπει να διακρίνουμε τι φαντάζει σε συγχρονισμό με τη διεθνή συζήτηση και τι συνιστά αναδίπλωση στο παρωχημένο. Οι πρόσφατες εξαγγελίες του υπουργείου Εργασίας για παράδειγμα αποτελούν ένα κακό παράδειγμα. Τη στιγμή που ένα από τα μεγάλα θέματα συζήτησης είναι το πώς μπορούν οι σύγχρονες κοινωνίες να παρέμβουν στην ανεξέλεγκτη ελαστικοποίηση των όρων εργασίας, η ελληνική κυβέρνηση αναζητεί το μέλλον στην απορρύθμιση του οκτάωρου και την εμπέδωση της εργοδοτικής κυριαρχίας. Οι δικαστικές και κοινωνικές διαμάχες γύρω από τις πρακτικές της Amazon ή της μετατροπής των εργαζόμενων των εταιρειών delivery σε «ανεξάρτητους συνεργάτες» είναι εξελίξεις που θα έπρεπε να αποτελούν αφετηρίες της δημόσιας συζήτησης και στη χώρα μας. Αντί αυτού, η κυβέρνηση ξεσκονίζει παρωχημένα εγχειρίδια και εκθέσεις που επαναλαμβάνουν τις ίδιες συνταγές εδώ και χρόνια αδιαφορώντας για αυτό που συμβαίνει γύρω μας. Δεν μπορείς όμως να είσαι ακίνητος πάνω σε ένα τρένο που τρέχει…
Να δούμε λοιπόν την κίνηση των πραγμάτων και να συγχρονιστούμε με αυτήν. Αυτή τη στιγμή εμφανίζονται πρωτοφανείς δυνατότητες αμφισβήτησης των παλιών ορθοδοξιών στην οικονομία και στην κοινωνική πολιτική. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, έστω και με δειλό τρόπο, αναζητεί πάντως τρόπους στήριξης των εθνικών οικονομιών υπογραμμίζοντας την απόσταση από τις τιμωρητικές πρακτικές του πρόσφατου παρελθόντος. Στις Ηνωμένες Πολιτείες η προεδρία Μπάιντεν εγκαινιάζει φιλόδοξα προγράμματα κοινωνικής και αναπτυξιακής πολιτικής και αμφισβητεί την παντοδυναμία της αγοράς σε κρίσιμους τομείς όπως είναι η παραγωγή των εμβολίων. Το σημαντικό εδώ δεν είναι το ένα ή το άλλο μέτρο. Είναι η συνολική εικόνα και κυρίως το πώς οι επιμέρους προβληματισμοί καταδεικνύουν την είσοδο σε μια περίοδο που η συζήτηση για το κοινωνικό κράτος, τον κρατικό σχεδιασμό, την καταπολέμηση της ανισότητας δεν είναι απλώς η νοσταλγία για ένα παρελθόν που έχει χαθεί. Κανείς δεν έχει όλες τις απαντήσεις. Αλλά είναι σημαντικό να θέτει τα σωστά ερωτήματα και να μην φοβάται να αναμετρηθεί με αυτά.