Οι πρόσφατες εκτιμήσεις της Παγκόσμιας Τράπεζας (7/6/2022) καταδεικνύουν τον κίνδυνο που μας απειλεί: οικονομική ύφεση σε συνθήκες στασιμοπληθωρισμού και γεωπολιτικής ανασφάλειας. Πρόκειται για την μετάβαση σε ένα νέο ιστορικό επεισόδιο κοινωνικής αβεβαιότητας, η ένταση του οποίου διαφέρει -ποσοτικά και ποιοτικά- ακόμα και από την παγκόσμια δοκιμασία που εγκαινίασε η οικονομική κρίση του 2008. Στη δίνη αυτή, η Ευρωπαϊκή Ένωση εμφανίζεται άβουλη και αδύναμη. Τα όποια θετικά βήματα -όπως το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας- εξουδετερώνονται από την απουσία ενός συνολικού στρατηγικού σχεδίου αντιμετώπισης της τριπλής πρόκλησης της πανδημίας, της ενεργειακής κρίσης και του πολέμου στην Ουκρανία. Οι επιπτώσεις είναι ήδη ορατές. Η Ευρώπη δεν αντιδρά συλλογικά, δεν σχεδιάζει μακροπρόθεσμα, δεν εμπνέει αυτοπεποίθηση στους πολίτες.
Σε αυτό το πλαίσιο, η ευθύνη της ελληνικής κυβέρνησης γίνεται ακόμα μεγαλύτερη. Η κυβέρνηση της χώρας που αντιμετωπίζει τις συνέπειες της κρίσης με τον πιο οδυνηρό τρόπο από οποιαδήποτε άλλη χώρα της Δυτικής Ευρώπης, πορεύεται στον αυτόματο πιλότο τη στιγμή που απαιτείται αποφασιστική αλλαγή πορείας. Η κυβέρνηση έκανε λάθος εκτιμήσεις και προχώρησε σε εσφαλμένες πολιτικές. Εγκλωβισμένη σε μία κατασκευασμένη πραγματικότητα όπου «όλα πάνε καλά» υποτίμησε την πληθωριστική κρίση και ανέχθηκε -όταν δεν ενθάρρυνε- την αισχροκέρδεια σε κρίσιμους τομείς, κυρίως στην ενέργεια. Τώρα, κινείται μέσα από μια σπασμωδική πολιτική επιδομάτων που δεν θεραπεύει το πρόβλημα. Σε μία βαθιά και ανθεκτική κρίση η απάντηση δεν μπορεί να είναι πρόχειρες, αποσπασματικές και ανεπαρκείς ενισχύσεις που μέσα σε ελάχιστο χρόνο εξαϋλώνονται. Και όχι μόνο αυτό. Η απουσία στρατηγικών απαντήσεων υπονομεύει την ίδια την βιωσιμότητα της ελληνικής οικονομίας. Ξέρουμε τις δομικές της ανεπάρκειες. Μία νέα ύφεση ισοδυναμεί με καταστροφή.
Η καταστροφή όμως δεν είναι μονόδρομος. Αν κάτι μάθαμε από τις πρόσφατες εμπειρίες μας είναι ότι η Ιστορία δεν κινείται με νομοτέλειες. Το μέλλον καθορίζεται από πολιτικές επιλογές. Η κατάσταση είναι δύσκολη. Αλλά ακριβώς για αυτόν τον λόγο χρειαζόμαστε ριζοσπαστικές πολιτικές που θα εστιάζουν στην καταπολέμηση του προβλήματος στον πυρήνα του και όχι στην αδιάφορη διαχείριση και εντέλει στην εμβάθυνσή του. Η επίμονη «μυωπία» των νεοφιλελεύθερων ελίτ τροφοδοτεί τον ακροδεξιό και αυταρχικό λαϊκισμό. Η προοδευτική πολιτική του 21ου αιώνα συνιστά τη μόνη θετική διέξοδο μέσα από τη στήριξη του κοινωνικού κράτους, την ενίσχυση των δημόσιων πολιτικών και την καταπολέμηση των ανισοτήτων.
Η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ εκκινεί από τη λήψη άμεσων μέτρων ανακούφισης -όπως η μείωση του ΕΦΚ στα καύσιμα, η ενίσχυση του εισοδήματος των εργαζομένων, η ρύθμιση του χρέους των επιχειρήσεων-, εστιάζει στην εκπόνηση ενός ολοκληρωμένου σχεδίου δημόσιων πολιτικών για την αποφασιστική ρύθμιση κρίσιμων κλάδων της οικονομίας (ενέργεια, χρηματοπιστωτικό σύστημα) και εκτείνεται σε ένα πρόγραμμα αποφασιστικών παρεμβάσεων για τον συνολικό μετασχηματισμό του αναπτυξιακού μοντέλου της χώρας (δίκαιη πράσινη μετάβαση, αναβάθμιση μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας, περιφερειακές αναπτυξιακές πολιτικές). Βρισκόμαστε σε μία κρίσιμη -εξαιρετικά κρίσιμη- στιγμή. Δεν υπάρχει η πολυτέλεια των μικροπολιτικών παιχνιδιών. Υπάρχει η ιστορική αναγκαιότητα προγραμματικών συγκλίσεων μεταξύ των προοδευτικών πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων για την στρατηγική αντιμετώπιση της συντηρητικής παλινόρθωσης και την απαλλαγή από την, αναποτελεσματική εκ του αποτελέσματος και εν τέλει επικίνδυνη, κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας. Με ένα πρόγραμμα ριζοσπαστικού ρεαλισμού που απαιτεί η πραγματικότητα και ζητά η ελληνική κοινωνία.