Άρθρο μου στην εφημερίδα “Το Παρόν της Κυριακής”
To Ταμείο Ανάκαμψης συνιστά έναν σημαντικό σταθμό στην περιπέτεια της πανδημίας και των κοινωνικών της επιπτώσεων. Και κάθε τέτοιος σταθμός αναδεικνύει το κύριο: τον κλονισμό των παλιών βεβαιοτήτων και την αντιφατική, αλλά εν τέλει σημαντική μετατόπιση που συντελείται. Η Ευρωπαϊκή Ένωση φαίνεται, προσώρας τουλάχιστον, να εγκαταλείπει -υπό την πίεση της πραγματικότητας- το παλιό δόγμα της αυστηρής λιτότητας. Πλέον η Ευρώπη αναζητεί ένα νέο υπόδειγμα κοινωνικής και οικονομικής ανάπτυξης που δεν μπορεί όμως να αφορά μόνο τις άμεσες επιπτώσεις της πανδημίας. Πρέπει να πάρει μόνιμα χαρακτηριστικά. Υπό την οπτική αυτή, το Ταμείο Ανάκαμψης συνιστά μία ιστορική ευκαιρία.
Μία ευκαιρία που δυστυχώς η κυβέρνηση Μητσοτάκη την σπαταλά. Είναι σαφές πια ότι αντιμετωπίζει το Ταμείο Ανάκαμψης ως εργαλείο ενίσχυσης των λίγων και ισχυρών. Και όχι μόνο αυτό. Την ίδια στιγμή υποσκάπτει συνειδητά τη δυνατότητα για ένα ολοκληρωμένο αναπτυξιακό σχεδιασμό με θετικό κοινωνικό αποτύπωμα.
Η κυνική κυβερνητική εργαλειοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης οδηγεί στην αναπαραγωγή παλιών πρακτικών που μας οδήγησαν στα βράχια της χρεοκοπίας. Η Νέα Δημοκρατία δεν μαθαίνει από τα λάθη της. Επιμένει σε αυτά. Έτσι, προχώρησε στη σύνταξη του κειμένου “Ελλάδα 2.0” δίχως καμία συζήτηση με τα επιμελητήρια, την τοπική αυτοδιοίκηση, τις παραγωγικές τάξεις της χώρας. Ακόμα και η σχετική κοινοβουλευτική διαδικασία ήταν εντελώς προσχηματική, μια διαδικασία fast track χωρίς καμία ουσιαστική συζήτηση επί του περιεχομένου του σχεδίου. Ο λόγος είναι απλός. Δεν βλέπει την κοινωνία ως συμμέτοχο σε αυτή την προσπάθεια.
Αντίθετα θέλει να μετατρέψει το Ταμείο Ανάκαμψης σε πολιορκητικό κριό αντιδραστικών μεταρρυθμίσεων. Έχουμε το θλιβερό προνόμιο της μοναδικής κυβέρνησης σε όλη την ΕΕ που συνέδεσε το Ταμείο Ανάκαμψης με αντικοινωνικά προαπαιτούμενα -όπως στο παράδειγμα του νομοσχεδίου για τα εργασιακά. Πάλεψε τόσα χρόνια να αποτινάξει ο ελληνικός λαός την σκληρή μνημονιακή επιτροπεία και έρχεται, δίχως εξωτερικό εξαναγκασμό, η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας για να την εισαγάγει εκ νέου!
Σαν να μην έφτανε αυτό, η κυβέρνηση κατάρτισε ένα σχέδιο που οδηγεί μαθηματικά στην ενίσχυση συγκεκριμένων επιχειρηματικών συμφερόντων. Δεν το λέει ο ΣΥΡΙΖΑ αυτό. Το λένε οι ευρωπαϊκοί θεσμοί που ζήτησαν τροποποιήσεις ακόμα και για την τυπική έγκριση της πρότασης. Πάλι πρόκειται για μια θλιβερή εξαίρεση: μόνο για την Ελλάδα έγινε αυτό από τις 12 χώρες που έλαβαν έγκριση!
To Ταμείο Ανάκαμψης δεν είναι μία λεπτομέρεια. Είναι ένα πολύτιμο εργαλείο τόσο για την αντιμετώπιση των άμεσων συνεπειών της κρίσης όσο και για τη θετική αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου μέσα από τη σχεδιασμένη χρηματοδότηση των πιο εξωστρεφών, παραγωγικών και υποσχόμενων κλάδων της ελληνικής οικονομίας. Αλλά για να γίνει αυτό, χρειάζεται μια ριζική αλλαγή στην αρχιτεκτονική του τραπεζικού συστήματος: την ενίσχυση της Αναπτυξιακής Τράπεζας, την επένδυση στην παραγωγή εγχώριας προστιθέμενης αξίας, τη στήριξη της καινοτομίας και των μεγάλων μεταβάσεων που βρίσκονται μπροστά μας.
Αυτή η αλλαγή δεν υπάρχει στην ατζέντα της Νέας Δημοκρατίας. Έτσι την ώρα που άλλες χώρες -όπως η Πορτογαλία- ιδρύουν δημόσιους χρηματοδοτικούς φορείς για να διαχειριστούν τα κονδύλια του Ταμείου, οι υπουργοί της κυβέρνησης Μητσοτάκη σπεύδουν να διαβεβαιώσουν ότι “θα εφαρμοστούν τραπεζικά κριτήρια στη δανειοδότηση”. Ποιο θα είναι το αποτέλεσμα; Η συντριπτική πλειονότητα των επιχειρήσεων δεν θα έχουν πρόσβαση στα χρηματοδοτικά εργαλεία που προσφέρει το Ταμείο Ανάκαμψης. Όχι βεβαίως επειδή δεν τα χρειάζονται. Αλλά επειδή έτσι επέλεξε η κυβέρνηση.
Είναι μια επιλογή ανακύκλωσης ενός αποτυχημένου και παρωχημένου μοντέλου ανάπτυξης που στηρίζεται στη μεταβίβαση δημόσιων πόρων σε ιδιωτικά συμφέροντα. Ενός μοντέλου όπου το αναπτυξιακό σχέδιο εκφυλίζεται σε αποσπασματικά έργα που καθορίζονται βάσει των προτεραιοτήτων συγκεκριμένων μεγάλων συμφερόντων και όχι βάσει των αναγκών των ελληνικών επιχειρήσεων και της κοινωνίας. Ενός μοντέλου που αντιμετωπίζει τη χώρα μας ως φτωχό συγγενή της Ευρώπης – ως χώρα παθητικό εισαγωγέα προϊόντων και υπηρεσιών, δίχως όραμα, δίχως δυναμική. Εκεί που όλη η Ευρώπη αναζητεί το νήμα της ανασυγκρότησης και του μετασχηματισμού, η Νέα Δημοκρατία περιορίζεται σε αυτό που ξέρει και συμφέρει τα ισχυρά επιχειρηματικά συμφέροντα.
Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ ανάμεσα στο 2015 και στο 2019 πάλεψε για ριζοσπαστικές τομές και αξιοποίηση των δυνατοτήτων της χώρας μέσα στις ασφυκτικές συνθήκες που μας κληροδότησε το αποτυχημένο μοντέλο ανάπτυξης του παλιού δικομματισμού. Η ανάπτυξη για μας δεν είναι μια αφηρημένη έννοια. Είναι συνδεδεμένη με το όραμά μας για μια κοινωνία καταπολέμησης των ανισοτήτων, μία οικονομία δυναμική και εξωστρεφή, μία Ελλάδα που έχει προτεραιότητες, που έχει κανόνες, που έχει φιλοδοξίες.
Χρειαζόμαστε μία νέα αρχή. Και ο ΣΥΡΙΖΑ θα χρησιμοποιήσει όλα τα διαθέσιμα εργαλεία, τον ίδιο τον κανονισμό του Ταμείου Ανάκαμψης, για να διασφαλίσουμε ότι αυτή η νέα αρχή θα γίνει πράξη. Ότι τα χρήματα θα πάνε εκεί που πρέπει: στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, στις τοπικές κοινωνίες, στους αγρότες, στη μεταποίηση προϊόντων υψηλής προστιθέμενης αξίας, στη στήριξη νεοφυών και καινοτόμων επιχειρηματικών σχημάτων, στη δικτύωση και συνέργεια επιχειρήσεων για βελτίωση της παραγωγικότητας τους, στη στήριξη της εξαγωγικής παραγωγικής δραστηριότητας.
Δεσμευόμαστε για καθημερινή μάχη για την προώθηση ενός σχεδίου κοινωνικής και οικονομικής ανάκαμψης που θα περιλαμβάνει την κατεπείγουσα και άμεση στήριξη της οικονομίας και θα υλοποιεί ταυτόχρονα τον μετασχηματισμό του παραγωγικού μοντέλου μέσα από ένα δημόσιο, στρατηγικό, αναπτυξιακό σχέδιο. Ώστε αυτή τη φορά η ανάπτυξη να μην αφορά λίγους και εκλεκτούς, αλλά να είναι περιβαλλοντικά βιώσιμη και οικονομικά δίκαιη για την κοινωνική πλειοψηφία.