Άρθρο στην “Αυγή της Κυριακής”
Η διαχείριση της πανδημίας που έχει συνταράξει τις κοινωνίες διεθνώς, απαιτεί φιλόδοξες πολιτικές στήριξης και γενναία κρατική παρέμβαση προκειμένου να αποτραπεί η κατάρρευση της οικονομίας και να διασφαλιστεί η όσο το δυνατόν ταχύτερη ανάκαμψή της. Αυτή η λογική διαπνέει πλέον τις πολιτικές των κυβερνήσεων σε όλο τον κόσμο και αποτελεί διακηρυγμένο στόχο οικονομικών οργανισμών όπως ο ΟΟΣΑ. Η πανδημία έχει αλλάξει εκ βάθρων τον τρόπο που σκεφτόμαστε σε σχέση με την οικονομία και το ρόλο του κράτους σε αυτή. Επιβεβαιώνεται ο διαχρονικός ρόλος των δημόσιων επενδύσεων ως μέσο συγκράτησης της ύφεσης και μοχλό για μια διατηρήσιμη και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξη.
Ενώ όμως το ερώτημα για όλους δεν είναι αν πρέπει το κράτος να ξοδέψει αλλά πώς θα ξοδέψει πιο αποτελεσματικά, η κυβέρνηση της ΝΔ επιδεινώνει την ύφεση υλοποιώντας μια εκτός τόπου και χρόνου πολιτική και στον τομέα των δημοσίων επενδύσεων. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε μόλις έξι μήνες διακυβέρνησης «πέτυχε» ρεκόρ 20ετίας στην υποεκτέλεση του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων το 2019. Ενώ για το 2021 καθηλώνει το ΠΔΕ στα ίδια επίπεδα με τα προηγούμενα χρόνια, παρά τις προδήλως αυξημένες ανάγκες.
Αλλά η κοντόφθαλμη και καταστροφική για την οικονομία πολιτική της κυβέρνησης δεν σταματά εδώ. Πάγωσε την υλοποίηση μεγάλων έργων που είχαν δρομολογηθεί επί ΣΥΡΙΖΑ. Προκάλεσε τεράστιες καθυστερήσεις στον Αναπτυξιακό νόμο και στην πληρωμή δράσεων και έργων του ΕΣΠΑ. Επέλεξε να μειώσει τη δημόσια κατανάλωση το 1ο κρίσιμο εξάμηνο του 2020, αντί να την αυξήσει ώστε να περιορίσει την ύφεση. Ενώ τα πενιχρά μέτρα που έχει λάβει για την αντιμετώπιση της κρίσης έχουν μόνο έμμεση και ετεροχρονισμένη επίπτωση στο ΑΕΠ της χώρας, σε αντίθεση με τις άμεσες, ευεργετικές επιπτώσεις που θα είχαν οι δημόσιες επενδύσεις στην υγεία και την παιδεία. Και επιδεικνύει ανεξήγητη άρνηση να αξιοποιήσει τα, απολύτως ευέλικτα πλέον, κονδύλια του ΕΣΠΑ για να θωρακίσει με προσωπικό και εξοπλισμό την υγεία, την παιδεία και τις μεταφορές και να στηρίξει με ζεστό χρήμα επιχειρήσεις και εργαζόμενους.
Είναι φανερό ότι αυτή η πολιτική υπονομεύει την έξοδο από την κρίση και τελικά υποθηκεύει το μέλλον της ελληνικής κοινωνίας. Η δική μας απάντηση είναι ξεκάθαρη: τα σημαντικά ευρωπαϊκά κονδύλια που θα λάβει η χώρα τα επόμενα χρόνια σε συνδυασμό με ένα γενναίο πρόγραμμα δημόσιων επενδύσεων πρέπει να υπηρετήσουν το στόχο της δίκαιης, βιώσιμης ανάπτυξης για όλους και της μετάβασης σε ένα νέο παραγωγικό μοντέλο που δεν θα επαναλαμβάνει τις παθογένειες του παρελθόντος. Που θα βασίζεται στην ανάδειξη κρίσιμων τομέων της οικονομίας μας, όπως η βιομηχανία και η μεταποίηση, και θα προωθεί την ενίσχυση συνεργειών μεταξύ τους. Θα ενσωματώνει την εργασία ως βασικό μοχλό ανάπτυξης και θα αξιοποιεί το υψηλά καταρτισμένο ανθρώπινο δυναμικό της χώρας. Με βασική προτεραιότητα το χτίσιμο ενός σύγχρονου κοινωνικού κράτους, ως όρο δικαιοσύνης, ευημερίας και διατηρήσιμης ανάπτυξης.
Αυτούς τους άξονες για την ανασυγκρότηση της χώρας προτάσσουμε στη νέα κοινωνική συμφωνία που καταθέτουμε στον ελληνικό λαό.