➡Άρθρο στην τριμηνιαία επιστημονική έκδοση του Οικονομικού Επιμελητηρίου Ελλάδας, “Οικονομικά Χρονικά”
Οι θριαμβολογίες του κυβερνητικού επιτελείου για την καλοδεχούμενη βεβαίως ονομαστική ανάκαμψη του 2ου τριμήνου του 2021, μετά βεβαίως την πρωτοφανή καθίζηση του 2020, δεν μπορούν να αποκρύψουν ότι η πραγματική οικονομία βρίσκεται σε τέλμα, με τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις να αντιμετωπίζουν ζωτικό πρόβλημα ρευστότητας, συσσωρευμένα χρέη και αβέβαιες προοπτικές.
Το ζήτημα αποκτά εκρηκτικές διαστάσεις αν σκεφτούμε ότι επίκειται άρση των αναστολών και ότι υποχρεώσεις που προσεγγίζουν τα 20 δισ. ευρώ πρέπει να πληρωθούν τους επόμενους μήνες. Το κύμα ανατιμήσεων στις πρώτες ύλες και την ενέργεια, δημιουργεί νέα γενιά βαρών για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, που παραμένουν αποκλεισμένες από τον τραπεζικό δανεισμό, παρότι οι ελληνικές τράπεζες έχουν αντλήσει πάνω από 50 δισ. από το έκτακτο πρόγραμμα ρευστότητας της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Σε αυτά τα επιτακτικά προβλήματα η κυβέρνηση αρνείται να δώσει λύσεις. Ο Πρωθυπουργός στην ΔΕΘ ανακοίνωσε επιδόματα αντί για ουσιαστικές ενισχύσεις και ελαφρύνσεις για τους έχοντες και όχι για αυτούς που τις έχουν περισσότερο ανάγκη. Αντί να έχει σχεδιαστεί η ευρύτερη δυνατή πρόσβαση στην τραπεζική ρευστότητα, η δυνατότητα πρόσβασης των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων σε χρηματοδότηση υποσκάπτεται συστηματικά. Είναι χαρακτηριστικό ότι περισσότερο από το 60% εξ αυτών δεν έχει λάβει καμία απολύτως ενίσχυση εν μέσω πανδημίας. Όσο για τα τις νέες δυνατότητες που προσφέρει το Ταμείο Ανάκαμψης, η κυβέρνηση φρόντισε να αποκλείσει και από εκεί τους μικρομεσαίους, καθώς από τα 12,8 δισ. των δανείων, μόνο τα 500 εκ. θα διοχετευθούν μέσω της Αναπτυξιακής Τράπεζας. Τα υπόλοιπα θα τα διαχειριστούν οι συστημικές τράπεζες με αποκλειστικά τραπεζικά κριτήρια, με ό,τι αυτό συνεπάγεται σχετικά με το εύρος των προς χρηματοδότηση επιχειρήσεων.
Τίποτα από αυτά δεν είναι τυχαίο. Το σχέδιο οικονομικής εκκαθάρισης σε βάρος των μικρομεσαίων ομολογείται πλέον δημοσίως από τους αρμόδιους υπουργούς. Μια επιλογή που ναρκοθετεί την ανάπτυξη, διαλύει τον κοινωνικό ιστό και οδηγεί την οικονομία σε μαρασμό.
Στον αντίποδα αυτής της πολιτικής, ο ΣΥΡΙΖΑ παρουσίασε ένα συνεκτικό πρόγραμμα για την ενίσχυση των μικρομεσαίων στρωμάτων. Ένα ρεαλιστικό πακέτο λύσεων, που απαντούν σε βασικά αιτήματα των παραγωγικών φορέων και της της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας.
Η πρότασή μας περιλαμβάνει την ρύθμιση των χρεών της πανδημίας, με διαγραφή 40 έως 60 % της αρχικής οφειλής και 120 δόσεις για το υπόλοιπο. Τον ανασχεδιασμό των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και την αξιοποίηση της Αναπτυξιακής τράπεζας, την οποία ιδρύσαμε ακριβώς για να παίξει τον ρόλο του εγγυητή για την διεύρυνση της χρηματοδότησης και που δυστυχώς η ΝΔ έχει αφήσει εν πολλοίς αναξιοποίητη. Όπως δεν έχει ενεργοποιήσει ούτε το εξαιρετικά χρήσιμο για τις πολύ μικρές και μικρές επιχειρήσεις, ειδικά στις σημερινές συνθήκες, εργαλείο των μικροχρηματοδοτήσεων, που δρομολόγησε επίσης η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ.
Αξιοποιώντας τις σημαντικές δημοσιονομικές και χρηματοδοτικές δυνατότητες της τρέχουσας περιόδου, το σχέδιό μας περιλαμβάνει επιπλέον παρεμβάσεις για την αντιμετώπιση του κύματος της ακρίβειας, με τη ριζική μείωση του ΕΦΚ στα καύσιμα, στα κατώτατα όρια που επιτρέπει η ΕΕ, όπως και την αντικατάσταση του πτωχευτικού που αίρει το καθεστώς προστασίας της πρώτης κατοικίας. Και βέβαια την αύξηση του κατώτατου μισθού, ώστε να ενισχυθεί το διαθέσιμο εισόδημα και μέσω αυτού η κατανάλωση, ο τζίρος των επιχειρήσεων και κατ’ επέκταση τα έσοδα των δημόσιων ταμείων.
Πρόκειται για μέτρα που λειτουργούν αλληλοσυμπληρωματικά και στοχευμένα, δημοσιονομικά ρεαλιστικά και κοινωνικά αναγκαία, με πολλαπλάσια οφέλη για την ελληνική οικονομία, που δίνουν απάντηση στο κρίσιμο ζήτημα των καιρών μας: πώς η ονομαστική ανάκαμψη θα μετατραπεί σε βιώσιμη ανάπτυξη για όλους. Η Νέα Αρχή στην πραγματική οικονομία με κανόνες, διαφάνεια και κοινωνική δικαιοσύνη προϋποθέτει την ενίσχυση της μικρής και μεσαίας επιχείρησης