Η εικόνα του κυβερνητικού εκπροσώπου να δηλώνει άγνοια σχετικά με τις οργουελικού τύπου προαναγγελίες του υπουργού Ψηφιακής Διακυβέρνησης για την χρονομέτρηση των αγορών των πολιτών, είναι αντιπροσωπευτική του «αλαλούμ» στην διαχείριση της πανδημίας από την κυβέρνηση. Η ασυνεννοησία μεταξύ υπουργών και οι αντιφατικές τους δηλώσεις είναι λογική απόρροια της απουσίας κάθε σχεδίου. Το είδαμε το καλοκαίρι με το πρόχειρο άνοιγμα του τουρισμού, που κατέληξε σε Βατερλώ τόσο στην υγεία όσο και την οικονομία. Στο άνοιξε – κλείσε του λιανεμπορίου με αιφνιδιαστικές ανακοινώσεις. Στις συνεχείς διαρροές και διαψεύσεις για το άνοιγμα της εστίασης.
Εν μέσω μιας πρωτοφανούς κρίσης, η λογική του «βλέποντας και κάνοντας» και των αποσπασματικών και ελλιπών μέτρων που ακολουθεί η κυβέρνηση, έχει φέρει επιχειρήσεις και εργαζόμενους στα όρια της απόγνωσης. Η ΓΣΕΒΒΕ προειδοποιεί ότι οι μισές επιχειρήσεις εστίασης κινδυνεύουν να μην ανοίξουν ξανά και η ΕΛΣΤΑΤ δείχνει κατάρρευση τζίρου σε κρίσιμους κλάδους της οικονομίας ακόμη και στο τρίτο τρίμηνο του 2020, εκτός lockdown δηλαδή. Την ίδια στιγμή, σύμφωνα με έρευνα του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ περισσότεροι από τους μισούς εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα έχουν ήδη υποστεί απώλεια εισοδήματος μέχρι και πάνω από 30%. Ενώ στην οικονομία καταγράφονται πλέον τα πρώτα οριστικά λουκέτα σε μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις.
Όλα αυτά η κυβέρνηση επιμένει να τα παραβλέπει. Όχι μόνο αρνείται την απευθείας ενίσχυση των επιχειρήσεων με ρευστότητα, όπως γίνεται σε όλη την Ευρώπη, αλλά τις αποκλείει και από αυτόν ακόμα τον δανεισμό, αφήνοντας εκτός επιστρεπτέας προκαταβολής μία στις δύο εξ αυτών. Αλλά και οι επαγγελματίες που την λαμβάνουν, χαρακτηρίζουν κοροϊδία τα ποσά των δανείων, συγκριτικά με τις υποχρεώσεις που καλούνται εξυπηρετήσουν μετά από μήνες μηδενικών εσόδων. Η κυβέρνηση αδιαφορεί επίσης για το γεγονός ότι παρά την πρωτοφανή πρόσβαση των ελληνικών τραπεζών σε ρευστότητα, η χρηματοδότηση προς τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις παραμένει απογοητευτική. Και δια στόματος του αρμόδιου υπουργού Οικονομικών απορρίπτει το ενδεχόμενο απομείωσης του ιδωτικού χρέους που δημιουργήθηκε στην κρίση, όπως ζητούν σύσσωμοι οι επιμελητηριακοί φορείς και όπως είχε κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ το 2018 για τις ασφαλιστικές εισφορές.
Με περισσή ανευθυνότητα και αλαζονεία, οι υπουργοί της κυβέρνησης επιμένουν να φορτώνουν τις δικές της αποτυχίες στους πολίτες. Αφού έδειξαν με το δάχτυλο τους νέους και ολόκληρες τοπικές κοινωνίες, συνέδεσαν την επιτυχία του ανοίγματος της αγοράς αποκλειστικά και μόνο με την συμμόρφωση καταναλωτών και επιχειρήσεων. Αντί να στηρίξει επιχειρήσεις και εργαζόμενους, η κυβέρνηση αναλώνεται σε επιπλήξεις, νουθεσίες και προαναγγέλλει «κούρεμα» και αυτών ακόμη των αναιμικών μέτρων στήριξης.
Την αντικοινωνική αυτή πολιτική, ο ίδιος ο Πρωθυπουργός την βάφτισε «γενναιόδωρο πακέτο στήριξης», φανερώνοντας την ιδιοκτησιακή αντίληψη της Δεξιάς για το κράτος και τους δημόσιους πόρους. Η έλλειψη μιας συγκροτημένης, ολοκληρωμένης στρατηγικής με εμπροσθοβαρή και ουσιαστικά μέτρα στήριξης σήμερα, αλλά και ένα μεσοπρόθεσμο πλάνο ανάταξης της οικονομίας, έχει καταστροφικές επιπτώσεις τις οποίες βιώνει ήδη η ελληνική κοινωνία. Εκτίναξη της ανεργίας, λουκέτα στις επιχειρήσεις, κατάρρευση των δημόσιων εσόδων και επιβάρυνση του οικονομικού και επενδυτικού περιβάλλοντος.
Δεν υπάρχει πλέον καμία δικαιολογία. Η κυβέρνηση διαθέτει πρόσβαση σε εγχώριους και ευρωπαϊκούς πόρους που καμία κυβέρνηση δεν είχε στο πρόσφατο παρελθόν. Οφείλει να σταματήσει τις παλινωδίες και τα ημίμετρα και να κρατήσει τις επιχειρήσεις ζωντανές και την κοινωνία όρθια.