Μέσα στις εξαιρετικά δυσάρεστες εξελίξεις του τελευταίου διαστήματος δεν πρέπει να περάσει απαρατήρητη η επιστροφή της κυβέρνησης σε μία πολύτιμη εφεδρεία της: την έκθεση Πισσαρίδη, η οποία παρουσιάστηκε στην τελική της μορφή στις 23 Νοεμβρίου. Η προσπάθεια του πρωθυπουργού να τονίσει τη σημασία της έκθεσης εγγράφεται αναμφίβολα στην ευρύτερη κυβερνητική επιλογή της δημιουργίας ενός τεχνητού κλίματος αισιοδοξίας για την επικείμενη “επόμενη μέρα” της πανδημίας. Η κυβέρνηση εδώ και καιρό επιδίδεται σε ένα εμπόριο ελπίδας με εξαιρετικά ανεύθυνο τρόπο: αντιμετωπίζει την πανδημία ως μια σύντομη παρένθεση, παραβιάζει την επιστημονική δεοντολογία όσο αφορά το εμβόλιο και υπόσχεται ταχεία ανάκαμψη της οικονομίας. Η επιλογή αυτή εγκυμονεί κινδύνους για τη δημόσια υγεία καθώς στην ουσία κλείνει το μάτι στη χαλάρωση των μέτρων. Την ίδια στιγμή, δεν βλέπει το προφανές: ότι η ελληνική οικονομία έχει δεχτεί -εξαιτίας και των κυβερνητικών αποφάσεων και παραλείψεων- ένα βαρύτατο πλήγμα και η προοπτική της άμεσης ανάκαμψης -του περίφημου V- θεωρείται απίθανη.
Κάτι που αξίζει ιδιαίτερου σχολιασμού σχετικά με την έκθεση Πισσαρίδη είναι η εναγώνια προσπάθεια του κ. Μητσοτάκη να παρουσιάσει το κείμενο αυτό ως ένα “αντικειμενικό” πόρισμα που περιέχει αυταπόδεικτες αλήθειες και άρα πρέπει “να μείνει εκτός κομματικής αντιπαράθεσης”. Δεν είναι η πρώτη φορά που η κυβέρνηση κρύβεται πίσω από τους “ειδικούς” για να προωθήσει την ατζέντα της. Αλλά αυτή τη φορά το κάνει με ένα πόρισμα το οποίο δεν έχει αξίωση επιστημονικής ανάλυσης, αλλά πολιτικής στρατηγικής. Ο λόγος είναι απλός. Ο κ. Μητσοτάκης θέλει να καθορίσει και να οριοθετήσει από σήμερα το πλαίσιο της επόμενης μέρας. Και για να το κάνει αυτό χρησιμοποιεί ένα σκληρά νεοφιλελεύθερο πόρισμα που δεν αφήνει κανένα περιθώριο παρερμηνείας: η χώρα την επόμενη μέρα θα επιστρέψει με μαθηματική ακρίβεια στην εποχή των πιο απαιτητικών αξιώσεων της μνημονιακής επιτροπείας.
Αυτή η αναστροφή του ιστορικού χρόνου διαπνέει άλλωστε την ίδια την έκθεση. Διαβάζοντας την κανείς αναρωτιέται για το αν είχε γραφτεί πριν από χρόνια και απλά διανθίστηκε με ελάχιστες -σχεδόν υποχρεωτικές- αναφορές στην πανδημία. Αυτό που απουσιάζει με εκκωφαντικό τρόπο είναι η εκτίμηση των σύγχρονων τάσεων σε παγκόσμια κλίμακα. Γιατί αν το έκανε αυτό, η επιτροπή Πισσαρίδη και η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας θα έπρεπε να ομολογήσουν ότι βρίσκονται σε πλήρη απόκλιση από τις σημερινές εξελίξεις. Η πανδημία έχει πυροδοτήσει -ακόμα και στις πιο συστημικές αναγνώσεις- μια έντονη συζήτηση που εκκινεί από την ανάγκη στήριξης των κοινωνικών υποδομών, περιλαμβάνει ως απαρέγκλιτη αναγκαιότητα την κρατική παρέμβαση στην οικονομία και καταλήγει στη μείωση των ανισοτήτων ως αναγκαία συνθήκη για την ανάσχεση της κρίσης. Η έκθεση δεν συνομιλεί καν με αυτές τις τάσεις. Αντίθετα, επαναλαμβάνει τελετουργικά τα προτάγματα της “χθεσινής μέρας”: ιδιωτικοποιήσεις ως μοχλός ανάπτυξης, ευελιξία της αγοράς εργασίας για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας, διευκολύνσεις στο μεγάλο κεφάλαιο για την προσέλκυση επενδύσεων.
Αυτή είναι η κυβερνητική συνταγή από τον Ιούλιο του 2019. Ο συνδυασμός νεοφιλελεύθερης ιδεοληψίας και επιτελικής ανικανότητας έχει οδηγήσει την ελληνική οικονομία σε ένα καθοδικό σπιράλ ανασφάλειας και ύφεσης. Την ίδια στιγμή, ο βαθύς πυρήνας της ελληνικής δεξιάς -αυτό το κράμα πελατειακών συμφερόντων και διαφθοράς- μετατρέπει την εμπειρία της κρίσης σε ευκαιρία για κάθε λογής “ημετέρους”. Στο πλαίσιο αυτό, η επιστράτευση της έκθεσης Πισσαρίδη σχετίζεται με την εναγώνια προσπάθεια του κυρίου Μητσοτάκη να πείσει ότι πορεύεται βάσει σχεδίου. Το σχέδιο όμως το οποίο επικαλείται δεν περιγράφει την βιώσιμη έξοδο από την κρίση, αλλά την επίταση του αδιεξόδου που βιώνει καθημερινά η ελληνική κοινωνία.