Άρθρο στο Βήμα της Κυριακής
Η πρωτοφανής πανδημία του κορονοϊού αναδεικνύεται στον απρόβλεπτο μεταρρυθμιστή του καιρού μας. Μέσα σε έξι μήνες η σκληρή δοκιμασία των κοινωνιών αναδεικνύει τα όρια του έως τώρα κυρίαρχου μοντέλου οικονομικής μεγέθυνσης. Αν κάνουμε μια αφαίρεση από τα επιμέρους, η μεγάλη μεταβολή έχει ήδη συντελεστεί: η κρατική παρέμβαση στην οικονομία και η ενίσχυση των δημόσιων υποδομών -με πιο προφανές το παράδειγμα της υγείας- δεν αποτελούν πια ταμπού. Το αντίθετο. Σε παγκόσμια κλίμα αναγνωρίζονται όχι μόνο ως οι αναγκαίες προϋποθέσεις για την αντοχή των κοινωνιών στην παρούσα συνθήκη του κατεπείγοντος, αλλά ταυτόχρονα ως οι επιλογές εκείνες που θα καθορίσουν τη μετάβαση στην περίφημη “επόμενη μέρα”. Γιατί είναι σαφές ότι η επόμενη μέρα θα έχει σφραγιστεί από το αποτύπωμα της πανδημίας και την ανάγκη μίας νέας ανθεκτικότητας έναντι των μεγάλων προκλήσεων όπως η κλιματική αλλαγή. Η ανάπτυξη του μέλλοντος -μια ανάπτυξη με κανόνες, ισχυρό οικολογικό πρόσημο και σχέδιο- είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ενίσχυση των δημόσιων αγαθών και επενδύσεων, των κοινών, του συλλογικού τρόπου οργάνωσης.
Αυτή η συνειδητοποίηση υπαγόρευσε τις πρόσφατες ευρωπαϊκές αποφάσεις για το Ταμείο Ανάκαμψης. Δεν ήταν βεβαίως μια προδιαγεγραμμένη εξέλιξη. Αλλά παρά τους τελικούς συμβιβασμούς και το πείσμα των νεοσυντηρητικών αντιλήψεων, η ίδια η απόφαση συνιστά μια αποφασιστική μετατόπιση για την Ευρώπη. Αποφασιστική γιατί -σε αντίθεση με την πρόσφατη κρίση που τόσο σκληρά πλήρωσε η χώρα μας- η Ευρώπη έδειξε να κατανοεί επιτέλους ότι το μέλλον του ευρωπαϊκού εγχειρήματος περνάει μέσα από την οικονομική επέκταση, την αποφασιστική δημόσια παρέμβαση πέρα από τα ασφυκτικά όρια των πολιτικών της λιτότητας. Το μεγάλο ερώτημα πια είναι, κατά πόσο αυτή η αλλαγή πλεύσης θα μετατραπεί σε στρατηγική επιλογή ή θα υπερισχύσουν εκείνες οι φωνές που μιλάνε για επιστροφή στο γνωστό τοξικό περιβάλλον των περιοριστικών πολιτικών μόλις περάσει η μπόρα της πανδημίας.
Αυτό είναι το κεντρικό ερώτημα της επόμενης μέρας. Και από την απάντηση σε αυτό το θεμελιώδες ερώτημα -αλλαγή πλεύσης ή businessasusual- εξαρτάται η απάντηση στα πολύ σημαντικά επιμέρους ερωτήματα για τη διαχείριση δημόσιου και ιδιωτικού χρέους, για τον ρόλο του χρηματοπιστωτικού συστήματος στη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας με παράλληλο έλεγχο από την πλευρά του Δημοσίου.
Στα καθ’ ημάς, οι κυβερνητικές επιλογές και το πολυδιαφημισμένο σχέδιο Πισσαρίδη περιγράφουν μια μεροληπτική πολιτική υπέρ των λίγων. Αντί για τις περίφημες μειώσεις φόρων, προεκλογική σημαία του κ. Μητσοτάκη, περιλαμβάνει την αναδιανομή υπέρ των υψηλών και πολύ υψηλών εισοδημάτων με ταυτόχρονη επιβάρυνση των λαϊκών και μεσαίων στρωμάτων. Ενώ η έλλειψη έστω και αναφοράς για την ενίσχυση του κοινωνικού κράτους και ειδικότερα του δημόσιου συστήματος υγείας, αποδεικνύει περίτρανα ότι η κυβέρνηση της ΝΔ δεν έβγαλε κανένα συμπέρασμα από την πανδημία. Επιμένουν να αδιαφορούν για τον μοναδικό και καθοριστικό ρόλο ενός ισχυρού ΕΣΥ στην αποτελεσματική διαχείριση της υγειονομικής κρίσης και στην κοινωνική συνοχή και, με τον κορονοϊό ακόμη εδώ, εμμένουν στα σχέδιά τους για ιδιωτικοποίηση της υγείας μέσω ΣΔΙΤ. Τα αποτελέσματα ήδη τα βλέπουμε: παρά τη ρητορική της κυβερνητικής αυτοϊκανοποίησης, τα στοιχεία είναι συντριπτικά. Η χώρα βυθίζεται στην ανασφάλεια.
Χρειάζεται μια άλλη πολιτική. Μια πολιτική που θα συνομιλεί με την διεθνή αμφισβήτηση των νεοφιλελεύθερων δοξασιών, θα θωρακίζει την κοινωνία και την οικονομία στο σήμερα, θα θέτει τις βάσεις για έναν διαφορετικό αναπτυξιακό δρόμο της επόμενης μέρας. Αυτή είναι η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ.
Στην έκθεση Πισσαρίδη διατυπώνεται η θέση ότι το όποιο σχέδιο μεταβολής της ελληνικής οικονομίας θα πρέπει να περιλαμβάνει το στόχο της μείωσης των πολυάριθμων μικρών επιχειρήσεων που χαρακτηρίζουν δομικά το ελληνικό παραγωγικό σύστημα. Δεν θα σχολιάσω ότι πολύ πρόσφατα γνωρίσαμε που οδηγεί η επιλογή αυτή: στα λουκέτα, στην ανεργία, στη φτωχοποίηση των πολλών προς όφελος της στήριξης των μεγάλων παικτών του κάθε κλάδου. Είναι όμως εντυπωσιακό το πώς η έκθεση Πισσαρίδη -και τα κυβερνητικά στελέχη- επιλέγουν να μην συνομιλήσουν με την ελληνική πραγματικότητα και αντί αυτού επαναλαμβάνουν ιδεοληπτικά τις ίδιες προτάσεις.
Ας ξεκινήσουμε από το βασικό. Κανείς σοβαρός αναλυτής δεν ισχυρίζεται ότι υπάρχει περίπτωση επιστροφής στο χτες- σε μια “κανονικότητα” όπως την ξέραμε πριν την πανδημία. Άρα πρέπει να σκεφτούμε διαφορετικά. Για παράδειγμα, οι παγκόσμιες αλυσίδες αξίας δοκιμάζονται και στη θέση τους αναδεικνύεται η περιφερειοποίηση και τοπικοποίηση παραγωγής και κατανάλωσης. Είναι αυτή η εξέλιξη κάτι που πρέπει να συζητήσουμε; Και αν ναι, μήπως μας δίνει την ευκαιρία να σκεφτούμε την ευελιξία -και λόγω του μεγέθους τους- των ελληνικών επιχειρήσεων ως μια θετική δυνατότητα στις νέες συνθήκες;
Η ανάπτυξη των τελευταίων ετών -ας θυμηθούμε τους θετικούς ρυθμούς επί 12 συνεχόμενα τρίμηνα επί διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ- στηρίχθηκε κατά κύριο λόγο στην εκτόξευση των εξαγωγών. Προφανώς σήμερα η εξαγωγική δραστηριότητα έχει παγώσει. Δεν μπορούμε όμως να μείνουμε σε αυτό. Πρέπει να σχεδιάσουμε νέες μορφές εξωστρέφειας που να ενσωματώνουν τις νέες δυνατότητες και τις μεγάλες μεταβολές που μας περιβάλλουν. Στις συνθήκες για παράδειγμα της έντονης περιφερειοποίησης της γειτονιάς μας, των Βαλκανίων και της ΝΑ Μεσογείου, οι ελληνικές επιχειρήσεις, μπορούν να παίξουν πρωταγωνιστικό ρόλο.
Για να γίνει όμως αυτό, χρειάζεται σχέδιο. Σχέδιο για την κοινωνικά χρήσιμη απορρόφηση των κονδυλίων του Ταμείου Ανάπτυξης, σχέδιο που θα αξιοποιεί την εμπειρία από τα περιφερειακά αναπτυξιακά συνέδρια και την Εθνική Αναπτυξιακή Στρατηγική που είχε εκπονήσει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ το 2018, σχέδιο που θα έχει κανόνες για όλους, θα διασφαλίζει τα δικαιώματα των εργαζομένων, θα επιβραβεύει την κοινωνική προσφορά, την οικολογική συνείδηση, την πραγματική καινοτομία.
Δεν μπορούμε να γυρίσουμε πίσω στις μέρες του παλιού πολιτικού συστήματος με την κρατικοδίαιτη και αδιαφανή στήριξη επιχειρηματικών συμφερόντων που αναπαρήγαγαν ένα μοντέλο που μας οδήγησε στη χρεοκοπία. Ο κόσμος αλλάζει. Αλλάζει μέσα από μια πρωτοφανή δοκιμασία που όμως μας θυμίζει τα πρωταρχικά: ότι η εργασία των ανθρώπων είναι το πολυτιμότερο κεφάλαιο, οι δημόσιες υποδομές η πιο πολύτιμη περιουσία μας, η υπεράσπιση της ανθρώπινης ζωής η υπέρτατη μάχη στην οποία πρέπει να αφιερώσουμε όλες μας τις δυνάμεις. Η ανάπτυξη δεν είναι πια ένας αφηρημένος δείκτης. Είναι η προϋπόθεση της κοινωνικής ανασύνταξης, το πεδίο στο οποίο θα χτιστεί το κοινωνικό συμβόλαιο της νέας εποχής.