Κυρίες και κύριοι βουλευτές
Ακούω με μεγάλο ενδιαφέρον τη συζήτηση όπως εκτυλίσσεται μέχρι αυτή τη στιγμή και θα μου επιτρέψετε να ξεκινήσω με μία επισήμανση: την σαφή αλλαγή του κλίματος σε σχέση με παλαιότερα.
Δεν αναφέρομαι στο πολύ μακρινό παρελθόν, αλλά στο σχετικά πρόσφατο. Θυμηθείτε ποια ήταν η ατμόσφαιρα στις αρχές του 2015: η αίσθηση ήταν ότι η χώρα βρισκόταν στο όριο της καταστροφής, οι πολίτες δεν γνώριζαν τι θα τους ξημερώσει, η ανασφάλεια και ο φόβος είχαν δηλητηριάσει τη δημόσια συζήτηση.
Σήμερα απέχουμε πολύ από εκείνες τις μέρες. Και απέχουμε πολύ χάρη στη συλλογική προσπάθεια του ελληνικού λαού και τις πολιτικές επιλογές της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ.
Η Ελλάδα όπως όλοι και όλες γνωρίζετε έχει αλλάξει σελίδα. Για πρώτη φορά μετά από 10 χρόνια κρίσης μπορούμε να συζητήσουμε για το μέλλον της ελληνικής οικονομίας χωρίς τους περιορισμούς της μνημονιακής περιόδου.
Μπορούμε πλέον να κάνουμε διάλογο, να αντιπαρατεθούμε για το μοντέλο ανάπτυξης που πρέπει να ακολουθήσουμε και τις προτεραιότητες που πρέπει να θέσουμε.
Και τούτο διότι έχουμε πλέον την μακροοικονομική και θεσμική αξιοπιστία αλλά και το δημοσιονομικό προφίλ για να χαράξουμε το δικό μας μέλλον.
Η Ελλάδα είναι σήμερα σε αυτή την ελπιδοφόρα θέση γιατί η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ κατάφερε να πετύχει μια σειρά από στόχους που καμιά κυβέρνηση στο παρελθόν δεν μπόρεσε να πετύχει.
Με κύριο την έξοδο της χώρας από τα Μνημόνια και την επιτροπεία αλλά και τη μεσοπρόθεσμη ρύθμιση του χρέους.
Και εδώ ακριβώς βρίσκεται ο πυρήνας του προβλήματος.
Η χώρα μας έχει σημαντικές πλέον δυνατότητες για ένα αποφασιστικό βήμα προς το μέλλον και την ίδια στιγμή η νέα της κυβέρνηση βρίσκεται ιδεοληπτικά προσκολλημένη σε ένα μοντέλο ανάπτυξης που αναπαράγει παθογένειες και οδήγησε ιστορικά σε μια πρωτοφανή οικονομική, κοινωνική και πολιτική κρίση.
Θέλω να είμαι ειλικρινής.
Σε κάθε κυβερνητική εναλλαγή όλοι αναμένουμε με ενδιαφέρον τις προγραμματικές δηλώσεις του πρωθυπουργού. Περιμένει κανείς ότι θα ακούσει τον πρωθυπουργό της χώρας στην καλύτερη στιγμή του. Εκεί που θα καταθέσει το όραμά του για το μέλλον.
Ακούγοντας τον κύριο Μητσοτάκη δεν μπορούσα παρά να σκεφτώ ότι βρισκόμαστε αντιμέτωποι με ένα άλμα προς τα πίσω.
Μία επιστροφή σε έναν γνώριμο πολιτικό λόγο που συνδυάζει παλαιοκομματικές δεσμεύσεις , ιδεοληπτικές διαβεβαιώσεις και φανταχτερά πυροτεχνήματα που σύντομα θα σβήσουν.
Μάλλον θα έπρεπε να το αναμένω αυτό.
Γιατί είχα προειδοποιηθεί.
Είχα προειδοποιηθεί από τα πρώτα δείγματα γραφής της νέας Κυβέρνησης.
Η κυβέρνησή σας σιωπά επιδεικτικά για τους πυλώνες της κοινωνικής πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ, όπως επίσης σιωπά για τις προγραμματισμένες και στοχευμένες ελαφρύνσεις που είχαμε εξαγγείλει τους πρώτους μήνες του 2019. Και αυτή η σιωπή μας ανησυχεί. Μας ανησυχεί γιατί θυμόμαστε τους βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας και τον κύριο Μητσοτάκη να απαξιώνουν και να περιφρονούν τα μέτρα στήριξης των αδυνάτων.
Ξέρω τι θα μου απαντήσετε. Θα μου πείτε για τον ΕΝΦΙΑ και θα υποστηρίξετε ότι η μείωση εκεί είναι προπομπός για την πολιτική της ΝΔ για μείωση των φόρων. Και θα μπορούσα να καλωσορίσω το γεγονός ότι επί της αρχής υιοθετείτε το μοντέλο ΣΥΡΙΖΑ στο θέμα αυτό, της κλιμακωτής και όχι οριζόντιας μείωσης.
Αλλά δεν μπορώ παρά να παρατηρήσω με έκπληξη ότι αποφασίσατε “μείωση 10% για ιδιοκτησίες με αντικειμενική αξία άνω του ενός εκατομμυρίου” που έχει ως αποτέλεσμα την σημαντική επιβάρυνση του προϋπολογισμού.
Και εκεί προκύπτει το ερώτημα: πώς θα καλύψετε το δημοσιονομικό κενό από αυτήν την, ταξικά προσδιορισμένη, επιλογή;
Μπορείτε να μας διαβεβαιώσετε ότι τη μείωση του ΕΝΦΙΑ στη μεγάλη ιδιοκτησία δεν θα την ακολουθήσουν αντισταθμιστικά μέτρα λιτότητας για την κοινωνική πλειοψηφία;
Και φοβάμαι ότι δεν θα μπορέσετε.
Και ο λόγος είναι απλός.
Έχετε εγκαταλείψει το στόχο της μείωσης του πρωτογενούς πλεονάσματος. Και αυτή η επιλογή οδηγεί σε ένα πεισματάρικο δεδομένο:
ότι το 2020 θα πρέπει να εξοικονομηθεί τουλάχιστον 1% του ΑΕΠ, δηλαδή 2 δις Ευρώ. Που θα τα βρείτε;
Και το πιο εξοργιστικό είναι ότι θα βρεθούμε σε αυτό το αδιέξοδο, παρότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ σας έχει κληροδοτήσει ένα σημαντικό εργαλείο. Απορρίψατε, μέσα σε 4 μέρες, την πρωτοβουλία που αναλάβαμε για την κατάθεση 5,5 δις από το μαξιλάρι ρευστότητας σε escrow account ώστε να μειωθούν κατά 1% τα πλεονάσματα από το 2020, χωρίς να παραβιαστεί η συμφωνία.
Εμείς με αυτό το σχέδιο είχαμε ξεκινήσει φοροελαφρύνσεις και μέτρα στήριξης των αδυνάμων.
Έχει η χώρα μας την πολυτέλεια να εγκαταλείπει τα διαπραγματευτικά της όπλα πριν καν τα χρησιμοποιήσει;
Προφανώς η απάντηση της ΝΔ είναι καταφατική.
Και ο λόγος είναι απλός: η λιτότητα είναι εγγενής στην ιδεολογία σας.
Και στο έδαφος αυτό, δεν υπάρχει λόγος διαπραγμάτευσης, δεν υπάρχει άγχος για την επιβάρυνση που θα επιφέρει η νέα δημοσιονομική τρύπα, δεν υπάρχει καμία διαβεβαίωση για το μέλλον της κοινωνικής και αναπτυξιακής πολιτικής στη χώρα.
Αυτό είναι το μοντέλο της ΝΔ.
Και το έχουμε ήδη δει σε τρία κρίσιμα μέτωπα: στην ενέργεια, στο ασφαλιστικό σύστημα, στα εργασιακά.
(Εμείς παραλάβαμε ένα ασφαλιστικό σύστημα με έλλειμμα άνω του 1,1 δις. Ευρώ και αφήσαμε πλεόνασμα άνω των 300 εκ. ευρώ.)
Εδώ θα μου επιτρέψετε ένα τελευταίο σχόλιο: έχω ακούσει συχνά τον κύριο Μητσοτάκη να κατακεραυνώνει τον λαϊκισμό ως τη μέγιστη παθογένεια της μεταπολίτευσης. Και αναρωτιέμαι: η στάση του κυρίου Μητσοτάκη στην τραγική καταστροφή στο Μάτι και στην εθνικά κρίσιμη διαπραγμάτευση των Πρεσπών δεν παραπέμπει στον ορισμό του λαϊκισμού; Και δεν συνιστά κυνική παραδοχή αυτού το γεγονός ότι σήμερα, μόλις δέκα μέρες μετά τις εκλογές, η νέα κυβέρνηση από τη μία αναγνωρίζει τα οφέλη από τις Πρέσπες και την ίδια στιγμή τοποθετεί τον κύριο Τσουβάλα στη θέση του ΓΓ Δημόσιας Τάξης, τον ίδιο κύριο Τσουβάλα του οποίου την κεφαλί επί πινακι ζητούσατε μετά τη καταστροφή;
Κατά τη γνώμη μου, εδώ αποκαλύπτεται ο πυρήνας της στρατηγικής της Νέας Δημοκρατίας:
όσο βρισκόταν στην αντιπολίτευση τσαλαβουτούσε στα βρώμικα νερά του αντιπολιτικού και λαϊκιστικού λόγου, ξεσπάθωνε για την ακύρωση της συμφωνίας των Πρεσπών, ανεχόταν στα συλλαλητήρια την άκρα δεξιά και τις κραυγές εκείνων που μιλούσαν για “προδότες”, κατέφευγε στην τυμβωρυχία για το Μάτι.
Και τώρα, που βρίσκεται στην κυβέρνηση, η ΝΔ επιθυμεί να εμφανιστεί ως ο πολέμιος του λαϊκισμού.
Πρόκειται για μια ανεύθυνη, επικίνδυνη και κυνική στάση.
Εμείς δεν θα την ακολουθήσουμε στον ολισθηρό αυτό δρόμο.
Εμείς – και με την κυβερνητική εμπειρία που έχουμε πλέον – θα ασκήσουμε μαχητική και υπεύθυνη αντιπολίτευση βάσει προγραμματικών και τεκμηριωμένων θέσεων.
Μαχητική ως προς το σκέλος της αταλάντευτης υπεράσπισης των συμφερόντων της κοινωνίας και όλων όσα καταφέραμε με κόπο τα προηγούμενα χρόνια.
Υπεύθυνη με την έννοια ότι οι θέσεις μας θα έρχονται σε αντιπαράθεση με την κυβέρνηση στη βάση στόχων και προτεραιοτήτων που θεωρούμε σημαντικές για την πορεία της χώρας και την ευημερία των πολιτών. Η κυβέρνηση της ΝΔ θα πρέπει να στοιχειοθετεί με επάρκεια κάθε της πρωτοβουλία. Η δική μας ισχυρή παρουσία, όπως προέκυψε από το εκλογικό αποτέλεσμα, δεν επιτρέπει στη ΝΔ να θεωρεί ότι έχει λάβει λευκή επιταγή από τον ελληνικό λαό.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, τέλος, θα ασκήσει ενεργητική αντιπολίτευση, καθώς σχεδιάζουμε ήδη τη λήψη πρωτοβουλιών, με τη συμμετοχή των πολιτών, για κρίσιμα ζητήματα που αφορούν την οικονομία, τους θεσμούς, το περιβάλλον.
Τα τελευταία τέσσερα χρόνια η Ελλάδα διένυσε μια μεγάλη και δύσβατη διαδρομή.
Χάρη στις προσπάθειες της κυβέρνησής μας η χώρα μας ξέφυγε από τη χρεοκοπία, τη βαθιά ύφεση και την επιτροπεία.
Επιπλέον, για πρώτη φορά στη μεταπολιτευτική της ιστορία, η Ελλάδα απέκτησε μια ολοκληρωμένη Εθνική Αναπτυξιακή Στρατηγική με σαφείς στόχους και αυστηρά χρονοδιαγράμματα.
Μια στρατηγική που αντιμετωπίζει συστηματικά τις διαρθρωτικές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας και απελευθερώνει τα συγκριτικά της πλεονεκτήματα.
Η κληρονομιά που αφήνουμε στη νέα κυβέρνηση είναι πολύ πιο θετική από αυτή που βρήκαμε εμείς το 2015.
Είναι απαραίτητο να συνεχιστεί αυτή η πορεία και να μην γυρίσουμε πίσω στις χρεοκοπημένες λογικές του παρελθόντος: την άναρχη ανάπτυξη βασισμένη στην υποβάθμιση της εργασίας και του περιβάλλοντος. Τη διασπάθιση του δημόσιου χρήματος και την εκποίηση των δημόσιων αγαθών.
Μια τέτοια προοπτική θα μας βρει αταλάντευτα απέναντί της.
Δεν έχουμε την πολυτέλεια να γυρίσουμε πίσω.
Για όλους τους λόγους του κόσμου, αλλά και για έναν ακόμα: ότι η κοινωνία μας έχει για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια τη δυνατότητα να σκεφτεί για το μέλλον, απαλλαγμένη από τον καταναγκασμό της κρίσης.
Αυτή την κατάκτηση θα την υπερασπιστούμε μέχρι τέλους.