Η Ευρωπαϊκή Ένωση βιώνει μια έντονη υπαρξιακή κρίση. Οι διαδοχικές εμπειρίες της πανδημίας, των πληθωριστικών πιέσεων και του πολέμου στην Ουκρανία έχουν οδηγήσει σε μια εικόνα στην οποία συνυπάρχουν δυνατότητες και προκλήσεις. Οι δυνατότητες σχετίζονται με την σταδιακή εγκατάλειψη των πολιτικών της λιτότητας υπό την πίεση της κοινωνικής και οικονομικής πραγματικότητας. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση χειρίστηκε τις οικονομικές επιπτώσεις της πανδημίας διαφορετικά από ό,τι είχε πράξει στα χρόνια της κρίσης της Ευρωζώνης. Η άρση των δημοσιονομικών περιορισμών και η δημιουργία του Ταμείου Ανάκαμψης & Ανθεκτικότητας είναι οι πιο χαρακτηριστικοί σταθμοί της αξιοσημείωτης μετατόπισης. Το θετικό όμως αυτό βήμα μένει μετέωρο. Οι πρόσφατες εξελίξεις έχουν οδηγήσει σε μια ιδιότυπη εγκατάλειψη των τολμηρών πρωτοβουλιών και της συλλογικής δράσης. Οι αποφάσεις για την ενέργεια μετατοπίζονται όλο και πιο πίσω, το Ευρώ υποχωρεί, τα οικονομικά δεδομένα επιβεβαιώνουν ότι η Ευρώπη βγαίνει τραυματισμένη -αν όχι χαμένη- από τη γεωπολιτική ανατάραξη που έφερε η ρωσική εισβολή. Οι πολιτικές κρίσεις στην Ιταλία, στην Αγγλία και στη Γαλλία είναι οι προπομποί της καταιγίδας που έρχεται.
Η Ελλάδα σε αυτή τη συνθήκη εμφανίζεται εγκλωβισμένη. Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας δεν θωρακίζει τη χώρα. Κάνει ακριβώς το αντίθετο. Επενδύει σε μία επικοινωνιακή πολιτική επιδομάτων που ανακυκλώνει την πληθωριστική κρίση, διαλύει την κοινωνική συνοχή και ναρκοθετεί τα δημόσια οικονομικά. Πρόκειται για μια καταστροφική επιλογή. Η εύθραυστη ελληνική οικονομία, του υψηλού χρέους και της έντονης εξάρτησης από τις εισαγωγές, γίνεται κάθε μέρα που περνάει όλο και πιο ευάλωτη. Ακόμα χειρότερα όμως, τα επιδόματα, με την αρχιτεκτονική, τον τρόπο κατανομής και τα ποσά, δεν ανακουφίζουν καν τους πολίτες. Τροφοδοτούν μόνο την αισχροκέρδεια σε κρίσιμους τομείς, όπως της ενέργειας και των καυσίμων και λειτουργούν ως κυβερνητικό άλλοθι για να μην ληφθούν μέτρα απολύτως αναγκαία (όπως η μείωση του ΕΦΚ στα καύσιμα και του ΦΠΑ στα τρόφιμα).
Οι κρίσεις όμως απαιτούν ριζοσπαστικές πολιτικές. Πολιτικές που θα δίνουν το σήμα στην κοινωνία ότι υπάρχει δυνατότητα αναστροφής των δύσκολων συνθηκών μέσα από τη σύγκρουση με τον πυρήνα του προβλήματος. Αυτό για τη χώρα μας μεταφράζεται σε αποφασιστική κρατική ρυθμιστική παρέμβαση στο πεδίο της ενέργειας, καθώς εκεί βρίσκεται ένα κρίσιμο κλειδί για την αποσυμπίεση των πληθωριστικών πιέσεων. Η Νέα Δημοκρατία από την πρώτη στιγμή ακολούθησε μια πολιτική ακραίας ιδιωτικοποίησης, πρόχειρης και σπασμωδικής εγκατάλειψης του λιγνίτη και προστασίας της κερδοσκοπίας στην χονδρεμπορική αγορά. Ήταν μια επιλογή που βρίσκεται σε πλήρη αναντιστοιχία με τις διεθνείς εξελίξεις. Τα αποτελέσματα τα πληρώνουμε σήμερα. Στην δύσκολη διεθνή συνθήκη, η χώρα μας είναι πρωταθλήτρια στην ακρίβεια.
Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ δεν προτείνει μια μηχανιστική επιστροφή στα χρόνια του μεταπολεμικού κρατισμού. Αυτό είναι άλλωστε πρακτικά αδύνατο. Αδύνατο όμως είναι να συνεχιστεί και η σημερινή πολιτική. Είναι εξαιρετικά κρίσιμο, ειδικά σήμερα, να υλοποιηθεί ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα εθνικής αναπτυξιακής στρατηγικής που θα έχει στο επίκεντρο την δημόσια παρέμβαση, την κρατική ρύθμιση και τον κοινωνικό έλεγχο στην οικονομία, περιορίζοντας έτσι την ασυδοσία των ισχυρών και την έκρηξη των ανισοτήτων.
Στον δύσκολο χειμώνα που έρχεται, η χώρα χρειάζεται μια νέα αρχή. Χρειάζεται μια προοδευτική κυβέρνηση που συμμετέχει ενεργά στις ευρωπαϊκές και διεθνείς αναζητήσεις, που έχει αποφασιστικότητα για την αναγκαία σύγκρουση με τις δυνάμεις της κερδοσκοπίας, που έχει όραμα για την θωράκιση και τον μετασχηματισμό της ελληνικής οικονομίας, που έχει σχέδιο για την ενεργοποίηση του συνόλου των παραγωγικών δυνάμεων της κοινωνίας.